Σελίδες

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

ØΛΓΑ


Η Όλγα Μάντη γεννήθηκε στις 21 Ιουνίου 1922 σε ένα ορεινό χωριό στις νότιες ράχες του Παρνασσού, την Αράχωβα. Εφτά μηνών έγκυος η μητέρα της είχε πάει να προσκυνήσει στο εξωκλήσι του Αγ. Ζήνων, παραμονή των Αγ. Πάντων. Από θαύμα έζησε το μωρό είπε η μαμή. Όμως δεν ήταν το μόνο θαύμα για την μικρή κοινότητα. Τη μέρα εκείνη γεννήθηκαν τέσσερα ακόμα κορίτσια από το ίδιο χωριό. Η Αφροδίτη, Η Ζένια και οι δίδυμες Ιουλία και Ευγενία. Πέντε γέννες σε μια μόνο ημέρα.
Μεγαλώνοντας η μικρή Όλγα δεν έπαιζε με παιχνίδια, ούτε βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού σαν τα άλλα κορίτσια. Εξαφανιζόταν μόνη της για ώρες, έτρεχε στα χωράφια και στα στενά του χωριού. Πάντα γυρνούσε στο σπίτι με λερωμένα ή σκισμένα ρούχα κι έτρωγε ξυλιές από τη μητέρα της, η οποία την περίμενε με αγωνία κάθε φορά που σουρούπωνε. Μα εκείνη αντί να βάζει μυαλό έμπλεκε σε χειρότερες περιπέτειες, κόντρα στις απαγορεύσεις της μητέρας της. Ο πατέρας από την άλλη αδιαφορούσε «Παιδί είναι έλεγε. Που να πάει; Το πολύ - πολύ να φτάσει στ’ αλώνια και να γυρίσει πίσω». Μερικές φορές την έπαιρνε μαζί του στα χωράφια για να παίζει με το σκύλο και τον γάιδαρο. Ώσπου μια μέρα ο γάιδαρος την κλώτσησε στην κοιλιά με αποτέλεσμα να μελανιάσει και να πονάει για μέρες. Όταν έγινε καλά πήρε το βαζάκι με τις καρφίτσες, τις πέρασε μέσα από μπαλάκια ζύμης και μ’ ένα φυσοκάλαμο έκανε το ζώο να υποφέρει για ένα ολόκληρο απόγευμα. 
Είχε μόνο μια φίλη, την συνομήλικη της Αφροδίτη που έμενε στο διπλανό σπίτι. Κόρη της δασκάλας του χωριού. Η Αφροδίτη ήταν πάντα ντυμένη με καθαρά και όμορφα ρούχα, σε αντίθεση με τη Όλγα. Τα μακριά μαύρα της μαλλιά τα είχε πάντοτε λυτά για να τα φυσάει ο άνεμος. Μια φορά η Όλγα την παρέσυρε μαζί της μέχρι την Κάτω Βρύση. Μια στέρνα φτιαγμένη από πέτρα που κατέβαζε νερό από το ποτάμι. Εκείνο το απόγευμα επέστρεψαν και οι δυο μούσκεμα σαν βρεγμένες γάτες. Έσταζαν από το κεφάλι μέχρι τα ποδάρια. Από τότε η δασκάλα απαγόρευσε στην κόρη της να απομακρύνετε από την αυλή. Και η καημένη η Όλγα, με μισή καρδιά, καθόταν συχνά μαζί της μέσα στο σπίτι για να παίζουν όλα τα βαρετά κοριτσίστικα παιχνίδια. 
Πάντως ότι κι αν έκανε, όπου κι αν πήγαινε, πάντα επέστρεφε στο δωμάτιο της λίγο πριν νυχτώσει. Γιατί περισσότερο από τις περιπέτειες της και περισσότερα από κάθε τι στον κόσμο, η Όλγα Μάντη λάτρευε τον ύπνο και τα όνειρα της. Τα θεωρούσε μαγικά!
Το πρώτο όνειρο που είδε, ή μάλλον που θυμόταν αφού ξύπνησε, ήταν στα πέντε της χρόνια μια μέρα πριν ξεκινήσει το  σχολείο. Βρισκόταν σε ένα λιβάδι γεμάτο λουλούδια μέρα μεσημέρι με τον ήλιο να την ζεσταίνει και τις μυρωδιές να την ζαλίζουν. Στριφογύριζε ανέμελη με το λευκό της φορεματάκι και κυλιόταν πάνω σε γαρδένιες, ζουμπούλια, παπαρούνες κ κάθε λογής λουλούδι. Και ενώ όλα ήταν τόσο ήρεμα και  παραδεισένια,  ξαφνικά αναστατώθηκε επειδή δεν έβρισκε κοντά της ούτε ένα τριαντάφυλλο. Γύρισε σ’ όλο το λιβάδι. Έψαξε παντού. Και όσο έψαχνε τόσο συννέφιαζε, όμως μάταια. Στάθηκε για λίγο στη μέση του λιβαδιού, τρία φίδια την περικύκλωσαν απειλητικά. Τσίριξε δυνατά προς τον ουρανό. Τρία κόκκινα τριαντάφυλλα αναδύθηκαν τότε μπροστά από κάθε φίδι και πολύ γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν. Έκαναν χοντρούς κορμούς γεμάτους αγκάθια και δημιούργησαν ένα τοίχος προστασίας γύρω της. Αμέσως τα σύννεφα αραίωσαν, ο ήλιος φώτισε ξανά το τοπίο και η μικρή Όλγα χωρίς να διατρέχει πια κίνδυνο, πλησίασε την τριανταφυλλιά και έκοψε έναν από τους καρπούς της.
Όταν ξύπνησε ένιωθε χαρούμενη και γαλήνια. Έκλεισε ξανά τα μάτια  για να συνεχίσει το όνειρο, όμως δεν είχε άλλο ύπνο. Ωστόσο κάτι την έκανε να φαντάζεται ότι βρίσκεται ακόμα εκεί, στο λιβάδι. Ήταν η μυρωδιά από το τριαντάφυλλο. Δεν ήταν ιδέα της, μύριζε τριαντάφυλλο. Ήταν σίγουρη. Άρχισε να ρουθουνίζει έντονα, δεν χρειάστηκε να πάει μακριά. Ήταν ακριβώς κάτω από τη μύτη της, κάτω από το μαξιλάρι της. Ένα κομμένο κόκκινο τριαντάφυλλο.
Στο σχολείο ήταν η καλύτερη μαθήτρια και η πιο σκανδαλιάρα επίσης. Ήταν λες και μεταμορφωνόταν. Άλλη μέσα στην τάξη και άλλη στο προαύλιο του σχολείου. Το σχολείο ήταν διθέσιο. Μια δασκάλα,  η μητέρα της Αφροδίτης, είχε τις μικρές τάξεις και ένας δάσκαλος τις μεγαλύτερες. Στην ίδια χρονιά με την Όλγα ήταν η Αφροδίτη, τα υπόλοιπα τρία κορίτσια που γεννήθηκαν την ίδια μέρα με εκείνη και ένα μόνο αγόρι, ο Φίλιππος. Οι δίδυμες ήταν ίδιες σαν δυο σταγόνες νερό. Ξεχώριζαν μόνο από ένα μυριστικό σημάδι στο λαιμό της Ιουλίας. Η οποία είχε μια κακή συνήθεια, έφερνε πάντα σπίρτα στο σχολείο για να παίζει στα διαλλείματα. Μια φορά κόντεψε να βάλει φωτιά στην ποδιά της αδερφή της αλλά εκείνη δεν άρπαξε, ήταν μονίμως βρεγμένη. Την Ευγενία που την έχανες  που την έβρισκες στο πηγάδι της εκκλησίας καθόταν και τραβούσε νερό με τον κουβά. Η τρίτη η Ζένια ήταν συνήθως απορροφημένη στις σκέψεις της. Της μιλούσες και σε κοιτούσε σαν χαμένη όμως πάντα απαντούσε, έστω και μετά από μερικά λεπτά.
Την 1η χρονιά όλα κύλησαν ομαλά μεταξύ τους. Τα πέντε κορίτσια ήταν μια δεμένη ομάδα. Μαζί στο μάθημα, μαζί στα διαλείμματα, μαζί στις εκδηλώσεις του σχολείου, μαζί και στις ζαβολιές. Το πιο σύνηθες θύμα τους, ο καημένος ο Φίλιππος. Μια φορά του βάψανε το πρόσωπο με νερομπογιές «Θα σε κάνουμε αρχηγό μας!» του είχαν υποσχεθεί για να τον πείσουν. Έξαλλη έγινε η μάνα του, πήγε και στην δασκάλα να παραπονεθεί. Κι εκείνη έξαλλη με τη σειρά της τράβηξε πρώτα την Αφροδίτη από τ’ αφτί και μετά κατσάδιασε  της υπόλοιπες. Κι έτσι πέρασε η χρονιά με γνώσεις, με γέλια, χαρές και κλάματα.
Το καλοκαίρι τα κορίτσια συνέχισαν να συναντιούνται σχεδόν καθημερινά για να παίζουν τις Μικρές Μάγισσες. Η Όλγα είχε επινοήσει τον τίτλο. Καμιά φορά κρύβονταν στο δάσος και κυνηγούσαν υποτιθέμενους δράκους και άλλα τέρατα για να σώσουν το χωριό. Η Ζένια όμως ήταν αυτή που βαρέθηκε πρώτη τις φαντασίες της Όλγας και σταμάτησε να συμμετέχει στα παιχνίδια τους. Έπειτα ακολούθησαν οι δίδυμες και η ομάδα έσπασε. Η Όλγα είχε πια μόνο την Αφροδίτη να μοιράζετε τα μυστικά και το χρόνο της. Και μόνο σε εκείνη είπε για το μαγικό όνειρο που είδε τη μέρα των γενεθλίων τους.
«Ήταν πριγκίπισσα σε ένα παλάτι και γινόταν μια μεγάλη γιορτή προς τιμήν της. Πλούσιοι μαζεύτηκαν από όλο τον κόσμο προσφέροντας της δώρα. Διαμάντια, χρυσάφι, μαργαριτάρια και κάθε λογής αντικείμενο μεγάλης αξίας. Μα εκείνη δεν εντυπωσιάστηκε με τίποτα απ’ όλα αυτά. Μέχρι που την πλησίασε ένα αγόρι κρατώντας στο χέρι του ένα κλουβί που μέσα στεκόταν υπερήφανος ένας μεγάλος χρωματιστός παπαγάλος. Η Όλγα σηκώθηκε από τον θρόνο της και δέχθηκε ενθουσιασμένη το δώρο. Άνοιξε το κλουβί για τον ελευθερώσει. Το πουλί όμως δεν πέταξε μακριά, πήγε και κάθισε στον ώμο της. Πλησίασε το ράμφος του στ’ αφτί της και ψιθύρισε ‘Στις διαταγές σας Μεγαλειοτάτη’»
Ξύπνησε από το θόρυβο φτερουγίσματος, ο ίδιος ακριβώς παπαγάλος πετούσε από πάνω της κάνοντας κύκλους μέσα στο δωμάτιο. Τρόμαξε. Βιάστηκε κι άνοιξε αμέσως το παράθυρο. Το πανέμορφο πουλί χάθηκε ψηλά στον ουρανό….
«Δεν έπρεπε να τα’ ανοίξω...» είπε στη φίλη της, δακρυσμένη. Η Αφροδίτη πρώτη φορά έβλεπε την Όλγα να κλαίει. Αν και δεν την πίστεψε, της χάιδεψε τα μαλλιά και την παρηγόρησε λέγοντας της ότι μια μέρα θα πετάξουν κι αυτές να πάνε να το βρουν. «Θα περιμένουμε τον πιο δυνατό  άνεμο και θα τρέξουμε μέχρι να μας σηκώσει ψηλά» είπε.
Την επόμενη σχολική χρονιά οι σχέσεις μεταξύ των πέντε κοριτσιών άλλαξαν δραματικά από τη στιγμή που η Όλγα αποφάσισε ότι έπρεπε να σταματήσουν να πειράζουν τον Φίλιππο. Έπαιζε μαζί του στα διαλλείματα περισσότερο από ότι με εκείνες. Η Ζένια δεν τη δέχτηκε αυτή τη συμφιλίωση «Τα αγόρια με τα αγόρια και τα κορίτσια με τα κορίτσια» έλεγε στην Ιουλία και την Ευγενία και εκείνες συμφωνούσαν. Η Αφροδίτη δεν έπαιρνε θέση. Σιγά – σιγά η τάξη χωρίστηκε σε δυο στρατόπεδα. Από τη μια  η Όλγα, η Αφροδίτη και ο Φίλιππος και από την άλλη η Ζένια με τις δίδυμες.
Στις μεγάλες κόντρες στο προαύλιο του σχολείου αν είχαν μαγικά ραβδάκια θα τα χρησιμοποιούσαν για να εξοντώσουν η μια την άλλη. Για αρκετό καιρό όμως αρκέστηκαν στις πέτρες και τα χαλίκια. Και για να σταματήσουν έπρεπε να ανοίξει το κεφάλι του Φίλιππου. Πάλι εκείνος την πλήρωσε. Μια πληγή τον έλουσε με αίμα λίγους πόντους πιο πάνω από το δεξί του αφτί. Την επόμενη μέρα η Όλγα είχε ήδη καταστρώσει το σχέδιο εκδίκησης. Τρεις μαστίχες κολλημένες στα μαλλιά των τριών κοριτσιών. Αναγκάστηκαν να   κόψουν μια ολόκληρη  τούφα από τρίχες για να φύγουν οι μαστίχες από πάνω.   
Τιμωρήθηκαν και οι πέντε από τους γονείς τους  μετά από παράκληση των δασκάλων για συμμόρφωση των κοριτσιών. Όλες έμειναν κλεισμένες στο σπίτι για μια βδομάδα. Κάποιες ένιωσαν καλά το τι θα πει χαστούκι. Όταν πια επέστρεψαν στο σχολείο, μόνο το μίσος μπορούσες να διακρίνεις στα μάτια τους. Τις βιαιοπραγίες διαδέχτηκαν οι βωμολοχίες. Τα χρόνια πέρασαν, όμως το μίσος παρέμεινε.

- - - - - - -- - - - -- - -- - - -- -  -- - - - - - - - - -- - --

Πέντε χρόνια μετά

Εκείνο το πρωί η Όλγα δεν ξύπνησε καλά. Δεν θυμόταν καν το όνειρο της. Ετοιμάστηκε για το σχολείο, Έκτη δημοτικού πια, 11 χρονών κορίτσι. Όταν μπήκε στην αίθουσα ο Φίλιππος έκανε επίδειξη ένα επίχρυσο ρολόι τσέπης που του έκανε δώρο ο πατέρας του. Όλη η τάξη το κοιτούσε, μικροί και μεγάλοι. Εκείνος καμάρωνε. Ο δάσκαλος του είπε να το κρύψει στο σάκο του για να ξεκίνησε το μάθημα. Τα κορίτσια έφυγαν σ’ άλλη αίθουσα. Θα μάθαιναν να κεντάνε. Διάλεξε η καθεμία από ένα μαντίλι και χρώμα κλωστής. Η Όλγα διάλεξε ένα λευκό και κέντησε πάνω του με γαλάζια κλωστή τα αρχικά της, Ο.Μ.
Το μεσημέρι λίγο πριν το σχόλασμα, και ενώ τα κορίτσια κρατούσαν περήφανα τα μαντίλια στα χέρια τους, η φωνή του Φίλιππου «Το ρολόι μου. Έχασα το ρολόι μου», έφερε αναστάτωση στο σχολείο. Οι δυο δάσκαλοι απαγόρευσαν την έξοδο σε όλα τα παιδιά. Έψαξαν παντού, στις αίθουσες, στην αυλή ακόμα και στα πράγματα των μαθητών. Και το ρολόι βρέθηκε, μέσα στη τσέπη της μάλλινης ζακέτας της Όλγας. «Κλέφτρα» αναφώνησε αμέσως η Ζένια. Η Όλγα αρνήθηκε ότι το πήρε εκείνη, αλλά δεν μπορούσε να το αποδείξει. Δεν θα ξεχάσει ποτέ το βλέμμα του Φίλιππου όταν με δάκρυα ακόμα στα μάτια κράτησε και πάλι το λαμπερό ρολόι στα χέρια του. Μετά από ένα δεκάλεπτο κήρυγμα των δασκάλων έφυγε μόνη για το σπίτι. Ούτε καν η Αφροδίτη δεν την περίμενε. Ήταν σίγουρη πως οι τρεις κάριες η Ζενια, η Ευγενία και η Ιουλία είχαν οργανώσει αυτή την πλεκτάνη.
Δεν είχε ξανανιώσει ποτέ της τόση ντροπή. Κλείστηκε στο δωμάτιο και ξέσπασε στα ρούχα και τα σεντόνια της γεμάτη οργή. Ήθελα να τους εκδικηθεί όλους. Κάλυψε το πρόσωπο της με το μαντίλι που είχε ράψει το πρωί.  Έκλαψε πάνω στο ανάστατο κρεβάτι της μέχρι που αποκοιμήθηκε. Στο όνειρο της είδε ότι ανέβαινε σκαλοπάτια. Τρακόσια οχτώ σκαλοπάτια, τα μέτρησε ένα – ένα. Ήταν νύχτα και φυσούσε πολύ. Στη κορυφή υπήρχε ένα εκκλησάκι. Το μέρος που γεννήθηκε. Μια μαυροφόρα την περίμενε στο εσωτερικό του. Ο αέρας δεν την ενοχλούσε πια μέσα στο φωτισμένο από κεριά εκκλησάκι. Η άγνωστη γυναίκα της μίλησε στοργικά και παρήγορα. Την αγκάλιασε και της είπε ότι ξέρει πως είναι αθώα, να πάψει να σκέφτεται την εκδίκηση και να περιμένει το χρόνο να τα απαλύνει όλα. Της υποσχέθηκε ότι στα δέκατα όγδοα γενέθλια της  θα αποκτήσει μια υπέρτατη δύναμη. Δεν της εξήγησε το πως ούτε το γιατί και μετά εξαφανίστηκε. Η Όλγα έφυγε ήρεμη από μέσα. Ο αέρας έξω δεν την ενοχλούσε πια και ας της ανακάτευε αγριεμένος τα μαλλιά. Άνοιξε την παλάμη της, ξεδίπλωσε το μαντίλι που τόση ώρα κρατούσε σφιχτά και ξάφνου ο αέρας της το άρπαξε, το πήρε ψηλά στο σκοτεινιασμένο ουρανό.
Ξύπνησε για ακόμη μια φόρα γαληνεμένη. Αναζήτησε το μαντίλι της. Δεν το βρήκε πουθενά αλλά δεν την πείραξε. Χάθηκε στο Όνειρο, σκέφτηκε. Δεν ξαναπήγε σχολείο. Δεν τελείωσε ποτέ το δημοτικό. Όσο μεγάλωνε διάβαζε από μόνη της βιβλία, απέκτησε γνώσεις για τον κόσμο και για άλλα πολλά. Με τον Φίλιππο ξαναμίλησε μετά από δυο χρόνια, εκείνος της ζήτησε συγνώμη. Κι εκείνη τον συγχώρεσε, όπως και την Αφροδίτη. Δεν μπορούσε να της κρατήσει κακία, ήταν η παιδική της φίλη και την αγαπούσε. Όσο για τις υπόλοιπες τρεις συμμαθήτριες της.. απλά περίμενε το χρόνο να περάσει και θα φρόντιζε να πάρουν ξανά το μάθημα τους.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------

Στις 21 Ιουνίου 1940, στα δέκατα όγδοα γενέθλια της έμεινε ξύπνια παρακολουθώντας τον ήλιο να δύει κατακόκκινος πίσω από τα βουνό. Μια τόσο μεγάλη μέρα, η μεγαλύτερη όλου του χρόνου, περίμενε να γίνει.. τι θα γινόταν; Ούτε η ίδια δεν ήξερε τι θα συνέβαινε. Τι να εννοούσε η μαυροντυμένη γυναίκα σε εκείνο το όνειρο πριν χρόνια; Ωστόσο, ήξερε βαθιά μέσα της πως ότι κι αν επρόκειτο να συμβεί θα το μάθαινε το βράδυ και όχι τη μέρα, στον ύπνο της. Κι έτσι λοιπόν κοιμήθηκε μόλις χάθηκε και η τελευταία ακτίνα φωτός.
 Στο όνειρό της βρέθηκε και πάλι στο ίδιο μέρος, στο εξωκλήσι του Αγ. Ζήνων. Ήταν πρωί, ένα ζεστό ηλιόλουστο πρωινό. Η ίδια γυναίκα την περίμενε στο προαύλιο φορώντας λευκά αυτή τη φορά. Την αγκάλιασε πάλι θερμά, είχαν σχεδόν το ίδιο ύψος τώρα. Της εξήγησε για τη μέρα που γεννήθηκε, 21 Ιουνίου, τη μέρα του Θερινού ηλιοστάσιου. Ημέρα γιορτής της γυναικείας μαγείας. Τέσσερα κορίτσια, είχε προγραμματιστεί να γεννηθούν εκείνη τη μέρα του 1922 στους ορεινούς αυτούς τόπους, για να πάρουν από μια δύναμη και να τη χρησιμοποιήσουν σε τόλμη και σοφία για να προστατέψουν τον Ναό του Απόλλωνα, το Μαντείο τον Δελφών, από πιθανές εχθρικές προσπελάσεις λόγω του πολέμου που προμηνυόταν. Εσύ όμως ήρθες απρόσμενα, βιάστηκες να γεννηθείς, και η μητέρα Όλων αποφάσισε να σου χαρίσει κι εσένα μια πέμπτη δύναμη. Μια δύναμη που σε συνοδεύει όλα αυτά τα χρόνια. Σταμάτησε να μιλάει και ύψωσε ανάμεσα τους ένα πήλινο αγγείο. «Βάλε το χέρι σου μέσα και πάρε την.» την πρόσταξε. Η Όλγα έκανε όπως της είπε και από τον πάτο του αγγείου τράβηξε ένα μαντίλι. Εκείνο με τα αρχικά της επάνω, εκείνο που είχε παρασύρει ο άνεμος.  «Όταν ξυπνήσεις θα καταλάβεις. Μην το χάσεις ποτέ.» είπε η γυναίκα και εξαφανίστηκε από μπροστά της.
Η Όλγα ξύπνησε απότομα. Ήταν ακόμα νύχτα. Διέκρινε μέσα στο σκοτάδι το λευκό της μαντίλι να πέφτει αργά σαν πούπουλο από το ταβάνι. Άπλωσε το χέρι της και το άρπαξε. Τότε ένιωσε τη δύναμη! Αναμνήσεις πέρασαν μπροστά από τα μάτια της, όχι της ζωή της αλλά των ονείρων της. Μόνο αυτά δεν την απογοήτευσαν ποτέ και μόνο σ’ αυτά θα ήταν πάντα πιο δυνατή. Έκλεισε τα μάτια και επέστρεψε ξανά στο μαγικό κόσμο τους. Πλέον μπορούσε να ελέγχει το όνειρο καθενός και για κάποιες τα όνειρα μετατράπηκαν σε εφιάλτες.

«Καληνύχτα, όνειρα γλυκά και ανήσυχα!»



Το βραβευμένο στα e-awards 2012, ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ.
Περιέχει το διήγημα μου "Όλγα"



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου