Σελίδες

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Λίο

    Ακόμα με κυνηγάει. Μα τι έκανα; Φωνάζει κιόλα..  ααααααα, οι σκέψεις μου πανικοβάλλονται. Δεν την αντέχω. Παίρνω φόρα και τρέχω. Θα πάω να κρυφτώ κάτω από το κρεβάτι. Δεν πρόκειται να με πιάσει, είμαι πολύ γρήγορος, χα! Περνάω τον διάδρομο, στρίβω απότομα προς το δωμάτιο και  γίνομαι ένα με το σκαμπό. Σχεδόν αγκαλιαστήκαμε. Ζαλίστηκα..

    Για μια στιγμή νόμιζα πως ήμουν πάλι σε εκείνο το δωμάτιο που γεννήθηκα. Άκουγα τα ρουθουνίσματα τους. Κυλιόντουσαν ο ένας πάνω στον άλλο μέσα στην κούτα, μπλέκανε τα πόδια τους και δάγκωναν τις ουρές τους. Όλοι  εκεί, τα τέσσερα αδέρφια μου,  η μητέρα, το αγόρι, ο μπαμπάς του, όλοι στο δωμάτιο! Πήδηξα μέσα στην κούτα, έγινα κι εγώ ένα με τη μάζα των κουταβιών.
   Μοιάζαμε και οι πέντε στη μητέρα μας, μαύροι με καφετί μουσούδα, ποδαράκια και δυο βούλες πάνω από τα μάτια. Δυο αγόρια και τρία κορίτσια. Τον πατέρα δεν τον γνωρίσαμε ποτέ, είχαμε όμως το αγόρι να μας φροντίζει. Μας χάιδευε και μας έκανε αγκαλιές κάθε πρωί πριν φύγει για δουλειά και το απόγευμα όταν γυρνούσε.
    Η μητέρα  έμενε συνέχεια κοντά για να μας ελέγχει. Όποτε ζητούσαμε φαγητό ξάπλωνε στο πάτωμα του ακατάστατου δωματίου του αγοριού, σαλιώναμε ο καθένας από μια θηλή και ρουφούσαμε. Γάλα!  Γέμιζε το στομάχι μας, γλύφαμε και τις μουσούδες μας από τη νοστιμιά. Μετά μας σήκωνε ο μπαμπάς του αγοριού από τη μέση λίγο άγαρμπα και μας άφηνε στην εφημερίδα, πάνω στη στήλη με τα πολιτικά. Λες και το ήξερε, δηλαδή σίγουρα  το ήξερε πως ήταν ώρα για άδειασμα. Σαν τρύπιος σωλήνας  εμείς, μόλις πίναμε τα βγάζαμε. Κάναμε  την εφημερίδα μούσκεμα, πέντε διαφορετικές στάμπες, πέντε διαφορετικές μυρωδιές. Τις ξεχωρίζαμε, ο καθένας είχε το σημείο του. Κάθε μέρα  άλλαζε η εφημερίδα, όμως η στήλη παρέμενε ίδια,  κοντά τριακόσιες φάτσες  είχαμε σταμπά-ρει.
    Τα βράδια έφευγε η μητέρα με το αγόρι. Εκτός σπιτιού. Εμάς μας έκλειναν στην κούτα. Όταν επέστρεφαν το αγόρι  έβαζε δυνατά τη μουσική  και μας ανέβαζε στο κρεβάτι του, ακούγαμε την αγαπημένη του τραγουδίστρια. Χορεύαμε μαζί του. Εκείνος όρθιος κι εμείς στα πόδια του. Πάρτι κάθε βράδυ! Έτσι γεννηθήκαμε, μετά μουσικής, «Born this way» έλεγε το τραγούδι.
   Μα η χαρά δεν κράτησε πολύ. Μόλις κλείσαμε ένα μήνα και κάτι, η μητέρα σταμάτησε να μας δίνει γάλα. Το αγόρι τότε μας τάιζε κάτι σκληρά μπαλάκια, πονούσαν τα δόντια μας. Καμιά φορά τα μούλιαζε σε γάλα, όχι σαν της μητέρας. Ήταν παγωμένο και μύριζε διαφορετικά, μύριζε.. άλλη μητέρα, ίσως του αγοριού. Ούτε αυτή τη γνωρίσαμε, μάλλον του είχε αφήσει αρκετό γάλα στο ψυγείο πριν φύγει.
    Μετά άρχισαν οι εξαφανίσεις. Μέρα παρά μέρα ακούγαμε άγνωστες φωνές, ξένα χέρια μας ακουμπούσαν. Γέλια, χαρές κι εμείς να μένουμε όλο και πιο λίγοι. Πρώτα χάθηκαν οι αδερφές μου, έτσι ξαφνικά. Μείναμε μόνοι, εγώ με τον αδερφό μου. Πάγωσε η κούτα, σαν το γάλα κι αυτή.  Έτσι ένα μεσημέρι, έφυγα κι εγώ.  Μια κοκκινομάλλα με τατουάζ  άπλωσε τα χέρια της μέσα στην κούτα κι εγώ έτρεξα πρώτος να την δαγκώσω για να μην πάρει τον αδερφό μου, μα εκείνη νόμιζε πως ήταν σημάδι..  πως την επέλεξα. Ναι, το Άβαταρ μου, τι  βλαμμένη;
    Το αγόρι θυμάμαι με φίλησε ανάμεσα στις καφετιές βούλες των ματιών μου, ο προδότης. Ο μπαμπάς του μετρούσε χρήματα. Η μητέρα ούτε που νοιάστηκε, δεν ήρθε καν να με χαιρετήσει. Μόνο το κλάμα του αδερφού μου θυμάμαι από εκείνη τη μέρα, το δικό του και το δικό μου που δε μπορέσαμε να αγκαλιαστούμε μια τελευταία φορά.
Όχι όχι..  αφήστε με να πάω στον αδερφό μου.. όχιιι

    Η τσιρίδα της κοκκινομάλλας με επανέφερε στην πραγματικότητα.  Συνήλθα από τον εφιάλτη της ζάλης και βρέθηκα σε έναν νέο, ζωντανό. Ήμουν στο πολύχρωμο δωμάτιο της. Με είχε ακινητοποιήσει.  Δεν  πρόλαβα να χωθώ κάτω από το κρεβάτι.  Με άρπαξε με τις χερούκλες  της  και με έσυρε από το σβέρκο μέχρι το Χωλ. Δε σταμάτησε να φωνάζει, ούτε που καταλάβαινα τι έλεγε. Μέχρι που έχωσε τη μουσούδα μου στο στρογγυλό πράσινο χαλί  στη μέση του δωματίου. Γνωστή η μυρωδιά, ανακατεύτηκα, ήταν φρέσκα τα κάτουρα μου.  Πίεζε το κεφάλι μου με όλη της τη δύναμη, άρχισα να παραπονιέμαι.  Εκείνη δε σταμάτησε. Έπρεπε να αποδράσω  αλλιώς θα έκανα εμετό. Με μια απότομη κίνηση του κεφαλιού μου δάγκωσα  δυο δάκτυλα της. Ούρλιαξε, μάτωσε.
     Έφυγα πάλι τρέχοντας. Αυτή τη φορά τα κατάφερα, κρύφτηκα κάτω από το κρεβάτι. Σκούπισα τη μύτη μου με τα πατουσάκια μου, μα η μυρωδιά από τα κάτουρα παρέμεινε ακόμα  μες τα ρουθούνια μου. Η ελεεινή. Τι την πείραξε; Αφού δεν είχε αφήσει άλλο χαλί μέσα στο σπίτι, που να τα ‘κανα; Στην εφημερίδα; Ολομόναχος;  Μόνο αν είχε ολοσέλιδο της Lady Gaga θα  τα έκανα εκεί, τσίσα και κακά μαζί.
    Έπειτα από ώρα έτεινε κοντά μου το δαγκωμένο της χέρι για να με τραβήξει από την κρυψώνα μου. Απομακρύνθηκα κι άλλο. Την άκουσα να μιλάει ήρεμα, σαν να μου ζητούσε να πάω κοντά της. Δεν ήθελα όμως, φοβόμουν. Εκείνη επέμεινε, δε φώναζε πια. Κι επαναλάμβανε τις ίδιες λέξεις, ξανά και ξανά. Κάποια στιγμή έφυγε, όταν επέστρεψε είχε δυο μπισκοτάκια στην παλάμη της. Τα άπλωσε προς το μέρος μου κι εγώ δεν αντιστάθηκα. Οι λιχουδιές είναι η αδυναμία μου.  Τα κατάπια αμάσητα. Η κοκκινομάλλα κρατούσε κι ένα τρίτο, όμως έπρεπε να βγω από την κρυψώνα μου για να το φτάσω. Δειλά- δειλά πήγα κοντά της. Με πήρε αγκαλιά και μου έδωσε το μπισκοτάκι στο στόμα. 
   Το βράδυ με άφησε σε ένα χνουδωτό τεράστιο μαξιλάρι κι έσβησε τα φώτα. Δεν ήθελα να κοιμηθώ μόνος, δεν ήξερα πώς γίνεται. Κλαψούρισα μήπως το καταλάβει. Η κοκκινομάλλα μάλλον νευρίασε. Άναψε το φως κι ήρθε βιαστικά από πάνω μου, νόμιζα πως θα με χτυπούσε. Αντιθέτως όμως με σήκωσε απαλά και με πήγε στο κρεβάτι της.  Ούτε  τώρα φώναξε, μόνο επαναλάμβανε τις ίδιες εκείνες λέξεις μέχρι που αποκοιμήθηκε. Τελικά δεν είναι και τόσο βλαμμένη, την είχα παρεξηγήσει. Αύριο θα κατουρήσω  στη εφημερίδα, μόνος, χωρίς τα αδέρφια μου. Θα τα καταφέρω! Ακούμπησα το λαιμό μου στο μπράτσο της και κοιμηθήκαμε μαζί.
«Λίο μου», αυτές είναι οι λέξεις που επαναλάμβανε και δε σταμάτησε για μια ζωή!   
                                                                                                       
Θ.Κ.                                            

4 σχόλια:

  1. Μια αληθινή ιστοριά για τα κατοικίδιας μας!!!Και γέλασα γιατί σκέφτομαι τον δικό μου, τον λένε Cookie !!! Να σαι καλά Θοδωρή!!!!
    Μου αρέσει η γραφή σου!!! Συνέχισε!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολυ ωραιο εγω την πρωτη φορα που ηρθε σπιτι ο σκυλος μ κοιμηθηκα μαζι του στο σαλονι ;p

    ΑπάντησηΔιαγραφή