Σελίδες

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Φόρεσε με


    Διαβάζω για δεύτερη φορά την ίδια παράγραφο. Τα μάτια μου κλείνουν ανά δύο προτάσεις.

    Είμαι έτοιμος να παραδοθώ στο μαξιλάρι όμως ένας γνώριμος ήχος από το χωλ κάνει το κορμί μου να ανατριχιάσει. Μένω παγωμένος στο κρεβάτι με αφτιά προσηλωμένα.
    Ακούγεται ξανά. Η καρδιά μου πάλλεται σε ρυθμούς πανικού. Κινούμε αθόρυβα έξω από τα σκεπάσματα. Με τρεμάμενα χέρια ανοίγω το ένα φύλλο της ντουλάπας και κρύβομαι πίσω από τα παραφορτωμένα κρεμαστάρια.
    Σακάκια, μπουφάν, παντελόνια, πουκάμισα, γραβάτες. Δεν τα βλέπω μες το σκοτάδι, όμως τα νιώθω επάνω μου. Όχι όπως κάποτε που τα φόραγα. Τότε κάλυπταν τη γύμνια μου, με συνόδευαν. Νιώθω να με έχουν στριμώξει, προσπαθούν να με πνίξουν θαρρώ. Υψωμένα μανίκια, με διεκδικούν, "Φόρεσε με" μου ψιθυρίζουν ασταμάτητα κι επίμονα. Δύσπνοια. Πετάγομαι αλαφιασμένος έξω από τη ντουλάπα. 
    Ο ήχος στο χωλ συνεχίζει να γρατζουνάει τα τύμπανα μου. Σύρσιμο στο κρύο πάτωμα. Επαναλαμβάνεται πιο έντονα, πιο έντονα, πιο έντονα. Κάνει σαν τρελό.
    Είναι οι παντόφλες μου. Εκείνες που για χρόνια τις πατούσες μου ζέσταιναν. Που κάποια στιγμή πάλιωσαν και τις πέταξα. Τώρα με στοιχειώνουν.
   Ανάβω τη λάμπα. Οι παντόφλες σιωπούν. Παρατηρώ το κάθε ρούχο ξεχωριστά, όλα τα θαύμασα έστω για μια φορά στην ζωή τους. Κανένα δε θα πετάξω ξανά. Ίσως μερικά να χαρίσω..

   Διαβάζω για τρίτη φορά την ίδια παράγραφο. Νομίζω είδα όνειρο.
   Τσακίζω τη σελίδα 512 και αφήνω το βαρύ βιβλίο στο κομοδίνο. Οι πυτζάμες μου σιγοτραγουδούν, σαν να με νανουρίζουν.

                                                                                                  Θ.Κ.

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Puzzle





Κομμάτι 2
Στην αρχή έφτιαξε το περίγραμμα. Δε δυσκολεύτηκε. Κοίταξε την εικόνα στο κουτί. Η Νεράιδα του Χειμώνα. Ξανθιά,  νέα, όμορφη, καθισμένη πάνω σε ένα κορμό δέντρου ντυμένη με ένα μακρύ λευκό φόρεμα. Τα ανοιγμένα της φτερά θαρρείς πως ταράσσονταν ανάμεσα στις νιφάδες χιονιού που έπεφταν ολόγυρα καλύπτοντας το τοπίο. Κλαδιά  δέντρων αχνοφαίνονταν σκοτεινά στο βάθος. Αρκετό λευκό, λίγο καφέ, ελάχιστο μαύρο. Ζόρικο παζλ, αλλά ευτυχώς μόνο πεντακόσια κομμάτια.
Ο κύρ Ανδρέας καθόταν στην αγαπημένη  του καρέκλα πάνω στο μπορντό  μαξιλάρι. Άπλωσε τα κομμάτια στην επιφάνεια του μικρού γραφείου στο σαλόνι. Πρωτύτερα είχε τραβήξει όλες τις κουρτίνες για να μπει άπλετο φως.  Ήταν ήδη περασμένες τρεις. Σκοπός του ήταν να το τελειώσει μέχρι το βράδυ.
Όσο η ώρα κυλούσε ο ουρανός συννέφιαζε και το φως της ημέρας χανόταν. Σειρά πήρε η λάμπα του πορσελάνινου φωτιστικού να τον βοηθήσει να διακρίνει τους διαφορετικούς  χρωματισμούς των κομματιών. Λευκό, λευκό, λευκό.  Όλα έμοιαζαν μεταξύ τους κι όμως δεν ήταν ίδια. Τα φτερά ξεχώριζαν από τις λεπτές γαλάζιες ασύμμετρες ραβδώσεις , το χιόνι από τις μαύρες σκιές των κλαδιών, ενώ το φόρεμα ήταν ολόλευκο σαν αυτό μετά το πλύσιμο του απορρυπαντικού, όπως θα έλεγε και η γυναίκα του η Ουρανία. Γέλασε.
‘Ντριν Ντριν. Ντριν Ντριν’
Το επίμονο κουδούνισμα του τηλεφώνου τον ανάγκασε να σταματήσει το ξεχώρισμα των κομματιών. Έφτασε μέχρι την αγέραστη  κουτσομπόλα και σήκωσε το ακουστικό.
‘Παρακαλώ;’
‘Έλα πατέρα. Τι έγινε; Πως πήγε το πρωί;’
‘Όλα εντάξει γιε μου. Εγώ ότι ήταν να κάνω το έκανα. Θα πάρει λίγο χρόνο βέβαια.. έτσι μου είπαν.’
‘Καλώς, αναμένουμε λοιπόν.. πήρα επίσης για να σας πω ότι αύριο είναι τα γενέθλια της μικρής.’
‘Δε χρειαζόταν να μας το θυμίσεις. Το ξέρουμε.’
‘Οκ. Θα περάσω να σας πάρω με το αμάξι στις έξι. Πες στη μαμά να φτιάξει καμιά πίτα.’
‘Μόνο μία; Έχει πάει να ψωνίσει για να φτιάξει δυο. Και να μη σου πω ότι έχει ήδη ετοιμάσει το κέικ!’
‘Τέλεια! Ράνια, έλα να μιλήσεις στον παππού.’ .. ‘Παππού;’ ακούστηκε η παιδική φωνή.
‘Μωρό μου!’
‘Παππού τι μου πήρες;’
‘Έκπληξη αγάπη μου. Κάνε λίγο υπομονή και θα δεις. Θα σ’ αρέσει!’
 ‘Εντάξει παππού, γιούπιιιιι!’ ..
 ‘Καλό βράδυ πατέρα!’

Κομμάτι 4
Άφησε τις σακούλες στο τραπέζι της κουζίνας. Ξεφύσησε. Έβγαλε το μαντίλι από τον λαιμό και ήπιε δυο ποτήρια νερό από τη βρύση. Έπειτα φόρεσε την ποδιά της και άδειασε το περιεχόμενο από τις πλαστικές σακούλες προσεκτικά στον πάγκο. Η κυρία Ουρανία ήταν έτοιμη να φτιάξει τις πίτες της.
Προσπάθησε να είναι όσο το δυνατό πιο ήσυχη στην κουζίνα. Όταν τελείωσε έβαλε την κοτόπιτα στην πάνω σχάρα και την  πρασόπιτα από κάτω. Δυνάμωσε τον προθερμασμένο φούρνο στους 160 βαθμούς και κάθισε στον καναπέ να δει τηλεόραση.  Δεν ήθελε να τον ενοχλήσει όσο ασχολιόταν με το παζλ του. Κάποια στιγμή μόνο τον ρώτησε αν πεινάει, όμως δεν πήρε απάντηση.
‘Πήρε κανείς τηλέφωνο;’ δεύτερη ερώτηση.
Εκείνος χαμένος στα κομμάτια του της απάντησε ‘Όχι’ με μια μικρή καθυστέρηση.
Το κουδούνι της εξώπορτας χτύπησε. Ήταν ο Δήμος ο νοικάρης τους. Ζήτησε από τον κύρ Ανδρέα την ποιητική συλλογή που του είχε υποσχεθεί. Οι δυο τους κατέβηκαν στο υπόγειο της πολυκατοικίας σε ένα μικρό δωμάτιο πνιγμένο στα βιβλία.

Κομμάτι 3
Ανέβηκε την σκάλα φορτωμένη με τις σακούλες. Ένιωθε εξαντλημένη. Μετάνιωσε που πήγε στο παντοπωλείο χωρίς τον σύζυγο της. Την έπιασαν οι ηρωισμοί και αποφάσισε να πάει μονάχη. Αλλά τι να έκανε που έπρεπε σώνει και καλά να τελειώσει το παζλ του; Δεν του είπε κουβέντα, άλλωστε δυο πράγματα ήθελε να ψωνίσει. Τα υπόλοιπα.. «μπήκαν με δική τους βούληση στο καρότσι», αστειεύτηκε η φωνή στο κεφάλι της.
Στάθηκε έξω από την πόρτα, έψαξε στην τσάντα τα κλειδιά της. Τα βρήκε κάπου ανάμεσα στο κραγιόν και τη θήκη των γυαλιών μυωπίας. Από το εσωτερικό του σπιτιού άκουγε τον σύζυγο να μιλάει. Κράτησε το κλειδί στο χέρι και ακούμπησε το αφτί της στην πόρτα. «Κατινιά;» σκέφτηκε.. αλλά μια μικρή ανησυχία μέσα της την προέτρεπε να παραμείνει εκεί.
«…Μωρό μου… Έκπληξη αγάπη μου. Κάνε λίγο υπομονή και θα δεις.. Θα σ’ αρέσει..»
Κάποιος άναψε το κεντρικό φως της πολυκατοικίας. Η κυρία Ουρανία αναπήδησε, το μπρελόκ με τα κλειδιά έφυγε από τα χέρια της και προσγειώθηκε στο μωσαϊκό πλακάκι του διαδρόμου κάνοντας κρότο. Η πόρτα μπροστά της άνοιξε άξαφνα.
‘Καλώς την!’ είπε ο κυρ Ανδρέας και την βοήθησε να πάνε τα ψώνια στην κουζίνα.


Κομμάτι 6
Άνοιξε την πόρτα για να αφήσει έξω τα σκουπίδια. Οι δυο άντρες επέστρεφαν. Ο νοικάρης τους αποχαιρέτησε εγκάρδια, προσφέρθηκε κάλλιστα να κατεβάσει τα σκουπίδια στον κάδο της γειτονιάς.
‘Ευχαριστούμε Δήμο’ είπαν ταυτόχρονα.
Στη συνέχεια κλειδώθηκαν μέσα στο σπίτι. Είχε βραδιάσει για τα καλά. Η κυρία Ουρανία πήρε ξανά θέση στον καναπέ. ‘Θα έρθεις να δούμε το επεισόδιο;’ ρώτησε.
‘Πρέπει να τελειώσω το παζλ’ απάντησε ο κύρ Ανδρέας από το σαλόνι.
‘Μη σώσεις..’ ψιθύρισε εκείνη πικρόχολα.
Παρακολούθησε το αγαπημένο της τηλεοπτικό σήριαλ μόνη. Λίγο πριν το φινάλε αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε αργότερα από τις φωνές του.
‘Μα που είναι το ρημάδι;’ βάρεσε την παλάμη του στο γραφείο.
‘Ανδρέα, τι έπαθες;’ περπάτησε βαριεστημένα προς το μέρος του με θολωμένα ακόμα τα μάτια.
‘Λείπει ένα κομμάτι. Δεν το βρίσκω.’
Εκείνη πλησίασε στο γραφείο, είδε το ατελείωτο παζλ  Έλειπε ένα κομμάτι από το κεφάλι της νεράιδας που απεικόνιζε ένα στεφάνι από λευκά τριαντάφυλλα. Εκείνος έψαχνε σαν τρελός κάτω από το χαλί.
‘Ψάξε ψάξε, κάπου εδώ γύρω θα είναι.’ είπε η κυρία Ουρανία και έκανε να φύγει.
‘Που πας; Βοήθησε με να το βρω’ ακούστηκε περισσότερο σαν διαταγή πάρα σαν παράκληση.
‘Μμμμ, την έννοια του είχα... Δεν ταιριάζει και πουθενά να το κρεμάσουμε. Αύριο να αγοράσεις άλλο. Καλύτερης ποιότητας και με όλα τα κομμάτια μέσα στο κουτί.’ είπε εριστικά.
‘Το πρωί που το είδες σου άρεσε. Ξαφνικά σου ξίνισε; Και ποιος σου είπε ότι θα το κρεμάσουμε στο σπίτι; Δώρο θα το κάνω.. αν βρω το αναθεματισμένο.’
‘Βέβαια, δωράκι.. που αν επιτρέπετε; Ε;’ στάθηκε, τον κοίταξε επίμονα στα μάτια και περίμενε.
‘Ουρανία, πας καλά; Τι ύφος είναι αυτό;’ πήγε στην κουζίνα να δει αν έχει πάρει το χάπι της. Το δισκίο ήταν ακουμπισμένο πλάι στο μισοάδειο ποτήρι με το νερό.
‘Απάντησε μου’ ούρλιαξε εκείνη ‘έχεις γκόμενα;’
Ο κύρ Ανδρέας τα έχασε. Πρώτη φορά δεχόταν τέτοια επίθεση από εκείνη στα τριάντα πέντε χρόνια του γάμου τους. Ανησύχησε για την υγεία της. Στην λέξη ‘γκόμενα’ ανατρίχιασε η ραχοκοκαλιά του. Δεν την είχε απατήσει ποτέ του, ούτε το είχε σκοπό.
‘Χριστιανή μου, τι είναι αυτά που λες; Αύριο έχει γενέθλια η Ράνια μας, σ’ εκείνη θα το κάνω δώρο. Γι’ αυτό ήθελα να το τελειώσω σήμερα. Για να προλάβω να το πάω αύριο πρωί στο κορνιζάδικο.’
‘Τι;’ ρώτησε αμήχανα εκείνη.
‘Άκουσε εκεί.. ΓΚΟΜΕΝΑ.. ντροπή σου.’ Της έδωσε το χάπι στο στόμα. ‘Πιες το σε παρακαλώ, μην έχουμε χειρότερα αύριο. Πήρε τηλέφωνο ο Κυριάκος πριν, θα περάσει στις έξι να μας πάρει.. αν είμαστε καλά.’ την κοίταξε αυστηρά.
‘Τι;’ ρώτησε πάλι και ήπιε το χάπι της.
‘Τι τι; Τυρί! Έπρεπε να ακούσεις την μικρή χαρές που έκανε όταν της είπα ότι την  περιμένει μια έκπληξη!’


Κομμάτι 5
 Της είπε ψέματα. Γιατί; Αφού τον άκουσε να μιλάει στο τηλέφωνο. Ποιαν είχε αποκαλέσει ‘Μωρό του’ και ‘Αγάπη του’; Μέχρι πριν δυο λεπτά πίστευε ότι θα ήταν κάποια από τις κόρες τους. Όμως τώρα.. το μυαλό της κόντευε να σαλτάρει. Έπιασε το πολύχρωμο φτερό για ξεσκόνισμα από την αποθήκη και άρχισε να καθαρίζει με μανία τις επιφάνειες.
Κομοδίνα, καρέκλες, τραπέζια, φωτιστικά και όλα τα κάδρα. Τα περισσότερα ήταν κορνιζαρισμένα παζλ που απεικόνιζαν διάσημους πίνακες του Mone, του Van Gogh και αγάλματα του Μιχαήλ Άγγελου. Όλα δικά του δημιουργήματα. Δεν τον βοήθησε ποτέ να τα φτιάξει, ούτε ένα. Τα βαριόταν. Μίσησε εκείνον και μαζί μίσησε τα έργα του. Μια ζωή ασχολιόταν με την ποίηση και πάζλ του. Ζήλεψε, εκείνη δεν είχε ποτέ ένα χόμπι, πέρα από τη μαγειρική της. «Έπρεπε να πάω να μάθω Μπριτζ, τότε που με παρακάλαγε η Μπουμπού! Νααα.. ζων.» μούντζωσε τον εαυτό της.
«Θα γνώρισε καμιά Ρωσίδα ο ελεεινός.» Δάκρυσε για τα τριανταπέντε χρόνια γάμου τους.  Το πρωί κατέθεσε και τα χαρτιά για την σύνταξη του. Έτσι εξηγείτε  «Μυρίστηκε το Εφάπαξ η βρώμα». Κοίταξε το ανολοκλήρωτο παζλ και μετά την εικόνα της ξανθιάς νεράιδας στο κουτί. «Μ’ αυτήν μοιάζει; Τι είναι καμπαρετζού;». Έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε τον εαυτό της. Φορούσε μια ριχτή σωμών πουκαμίσα και από κάτω ένα φαρδύ σκούρο μπλε παντελόνι. Δεν τόλμησε να αγγίξει τα γεροντόπαχα της ούτε καν τα πεσμένα της στήθη. Ξεσκόνισε το γραφείο του συγχυσμένη. Ένα μικρό κομμάτι από το παζλ έπεσε στο χαλί. Το είδε. Δεν το έκανε επίτηδες.
Πήγε στην κουζίνα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έφαγε δυο μπουκιές από το κέικ που είχε φτιάξει για τα γενέθλια και αμέσως έβγαλε την ηλεκτρική σκούπα από το ντουλάπι της αποθήκης. Σκούπισε τα ψίχουλα κάτω από το τραπέζι  κι ύστερα τράβηξε τη σκούπα μέχρι το χαλί του σαλονιού. Άκουσε το κομμάτι του παζλ να χτυπάει σαν στρακαστρούκα καθώς το ρούφαγε ο μεταλλικός σωλήνας. Έπειτα άδειασε τον χάρτινο  κάδο στη μεγάλη σακούλα με τα πεταμένα τσόφλια των υπόλοιπων άχρηστων υλικών.  ‘Σκουπιδάκια τέλος’ είπε.

Ήξερε ότι θα τον πλήγωνε βαθιά μ’ αυτό που έκανε. Ήξερε ότι ένα ανολοκλήρωτο παζλ θα ήταν όπως μια κοτόπιτα χωρίς δυόσμο ή χειρότερα, χωρίς μοσχοκάρυδο. Οσμίστηκε τον αέρα του σπιτιού. Μειδίασε ικανοποιημένη. Οι πίτες ήταν έτοιμες. Έσβησε τον φούρνο.

ΤΕΛΟΣ