Σελίδες

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

το Αστέρι


Le Train - Ματριόσκα

Έφυγες.
Το εισιτήριο του αποχωρισμού σε πάει μακριά.
Σε ένα άβολο κάθισμα, 
παρακολουθείς το εναλλασσόμενο τοπίο καθώς σκοτεινιάζει.
Το είδωλό σου σε φιλάει στο μάγουλο, παγώνεις.
Σε μια στροφή κρυμμένη πίσω από το σούρουπο
εύχεσαι να κάνει το τρένο τον γύρο της επιστροφής.
Μα η στροφή γίνεται ευθεία πριν ολοκληρώσει τον κύκλο. 
Όλα πια μαύρα έξω από το τζάμι.
Κοιτάς ψηλά, κάτι φέγγει στο σκοτάδι.
Ένα Αστέρι!
Το ακολουθείς, κι όσο το ακολουθείς ανακαλύπτεις μια φλόγα.
Της ζεστασιάς, της Αγάπης.
Μην το χάσεις από τα μάτια σου, 
αυτό το Αστέρι θα σε φέρει πίσω,
θα σε φέρει πάλι σε εμένα.
Καλά Χριστούγεννα!

Θ.Κ.

Le Train - Ματριόσκα





Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Θεωρίες Συνωμοσίας: ΟΥΦΟ 42



Βγήκαν βιαστικά από το αμάξι, έφτασαν τρέχοντας στην εξώπορτα.  Ήταν κλειδωμένη. Ανησυχούσαν για τη μητέρα τους. Δε μπορεί να εξαφανίστηκε έτσι απλά. Έπρεπε να ψάξουν για στοιχεία. Ο πατέρας τους είχε πει πως ξύπνησε για να πάει στο αεροδρόμιο κι εκείνη έλειπε. Δεν άφησε καν σημείωμα.

‘Γωγώ, τα κλειδιά.’  είπε η Κική.

‘Κλειδιά; Κλειδιά;’ ψαχούλεψε στη τσάντα της η Γωγώ

‘Μπαμπάααα.. τα κλειδιά;’ φώναξε ο Μιχάλης.

Ο πατέρας τους φορτωμένος με τις αποσκευές του τελευταίου τους ταξιδιού, πλησίαζε τα σκαλοπάτια παραπατώντας.  Πάντα σήκωνε τα βάρη της  οικογένειας.  Φρόντιζε τα παιδιά του από μικρά, δεν ήθελε να τα βλέπει να ταλαιπωρούνται.  Και τώρα που η γυναίκα του δεν είναι πια μαζί τους θα τα προσέχει  εις διπλούν. 

‘Άντε ρε μπαμπά. Γρήγορα.’ είπε επιτακτικά η Κική.

Εκείνος έβγαλε τα κλειδιά από τη τσέπη και άνοιξε την πόρτα.  Μπούκαραν  μέσα ανυπόμονα.   «Γαβ, γουφ» το ενός έτους μαλτέζ-γριφόν  τεριέρ, ο Ταρζάν, όρμησε να τους καλωσορίσει. Έπεσαν και οι τέσσερις στο πάτωμα από τη χαρά. Ο πατέρας τους μετέφερε τα σακίδια στα δωμάτια του καθενός και τους είπε να μην ανησυχούν.

‘Η μητέρα σας πάντα επιστρέφει. Σας έχει και μια έκπληξη.’  έπειτα καληνύχτισε.

Οι εκπλήξεις της μητέρας βρίσκονταν πάντα στην κουζίνα. Πήγαν κατευθείαν εκεί. Στα ρουθούνια τους ήρθε αμέσως η αγαπημένη τους μυρωδιά. Μπανάνα.  Ο Μιχάλης άνοιξε  το ψυγείο και  πήρε το μεγάλο μπολ στα χέρια του. Λαχταριστή πουτίγκα με μπανάνα και μπισκότο.  Η Γωγώ έπιασε τρία καθαρά κουτάλια και κάθισε στο πάσο δίπλα από τον Μιχάλη.  Οι ματιές τους απορημένες, συναντήθηκαν.

‘Πού πήγε η Κική;’

Αν έτρωγαν το γλυκό δίχως αυτήν θα τους καταριόταν ένα μήνα, μπορεί και δίμηνο.  Κατέβηκαν από τα σκαμπό και τη γύρεψαν στα άλλα δωμάτια.  Την άκουσαν να μιλάει στο δωμάτιο του Ταρζάν.

‘Καν’ το πάλι. Καν’ το πάλι.’ επαναλάμβανε.

Η Γωγώ με τον Μιχάλη μπήκαν στο μικρό δωμάτιο, μόλις τους αντιλήφθηκε η Κική σήκωσε το δείκτη του δεξιού της χεριού ακουμπώντας τον στα χείλη και τη μύτη της. Τους έκανε νόημα να μη μιλήσουν. Δεν ήθελε να αποσπάσουν τη προσοχή του σκύλου. Έπαιζε με τα λούτρινα κυβάκια της αλφαβήτου. Διάλεξε τέσσερα ανάμεσα σε δεκάδες και τα έβαλε σε σειρά.«S», «L», «I», «M».Η Κική χάλασε τη σειρά, τα ανακάτεψε με τα υπόλοιπα και τον πρόσταξε να το ξανακάνει.  «SLIM» και πάλι. Τι να σήμαινε άραγε; Μήπως τον εκπαίδευσε κάποιος να το κάνει; Αποκλείεται. 

Ο πατέρας τους μόνο μπαλάκια ήξερε να του πετάει για να τα πηγαινοφέρνει και η μητέρα τους να τον χαϊδεύει όταν καθόταν στον καναπέ λες κι ήταν γάτος. Μήπως ήταν κάποιο μήνυμα; Μήπως η μητέρα τους προσπαθούσε να επικοινωνήσει μέσω του Ταρζάν;

Slim. Αδύνατος’ έκανε τη μετάφραση η Γωγώ.

‘Αδύνατη, η μητέρα είχε χάσει κιλά τελευταία’  συνέχισε η Κική.

‘Η μητέρα είναι πάντα αδύνατη, ανόητη.’ είπε ο Μιχάλης  ‘Slim.  Νομίζω ξέρω τι σημαίνει.’

‘Τι;’ ρώτησαν με αγωνία οι αδερφές του.

‘Θα σας πω, αλλά τσιμουδιά στον μπαμπά’

‘Λέγε μαλακισμένο.’ τον ταρακούνησε η Κική από το μανίκι.

‘Τα τσιγάρα της.’

‘Μα η μητέρα δεν καπνίζει . Το χει κόψει.’ είπε η Γωγώ.

Οι άλλοι δυο την γιούχαραν αποδοκιμάστηκα για την αφέλεια της.  Ένα χρόνο το μύριζαν επάνω της. Όταν τους αγκάλιαζε μετά το σχολείο, όταν τους φιλούσε πριν κοιμηθούν, όταν έπαιζε μαζί τους Σκοτεινό Δωμάτιο και έπρεπε να την αναγνωρίσουν. Δεν ήταν  τόσο προσεκτική όσο θα ήθελε. Μόνο τον άντρα της είχε ξεγελάσει κι απ’ ότι φαίνεται και την Γωγώ.

‘Ξέρω και που τα κρύβει’ είπε ο Μιχάλης  ‘πάμε στην αυλή’.

Περπάτησε μπροστά και τον ακολούθησαν οι αδερφές του από πίσω. Βγήκαν στην αυλή. Μετάνιωσαν που δε φόρεσαν τα μπουφάν τους, είχε ψύχρα. Με το φως του φεγγαριού πάτησαν ένα - ένα τα πέτρινα πλακάκια μέχρι που έφτασαν στα νυχτολούλουδα. Στο τελευταίο πλακάκι δεν πάτησε κανείς.  Ο Μιχάλης έσκυψε και το ανασήκωσε. Το πακέτο ήταν χωμένο από κάτω σε μια μικρή λακκούβα ώστε να μην χαλούσε την επίπεδη θέση του πλακιδίου.

Η Κική το πήρε από το χώμα. Είχε άλλο ένα από κάτω. Πήρε και τα δυο. Το δεύτερο ήταν αρκετά ελαφρύτερο. Ήταν άδειο.  Επέστρεψαν στο σαλόνι του σπιτιού, τοποθέτησαν τα δυο πακέτα στο χαμηλό τραπεζάκι και γονάτισαν στο χαλί.

‘Και τώρα; Βρήκαμε κάτι σημαντικό υποτίθεται;’ ρώτησε δύσπιστα η Γωγώ.

‘Το ένα είναι άδειο.’ είπε η Κική ‘το άλλο για να δούμε’

Το άνοιξαν. Έλειπαν μόνο τρία τσιγάρα. Ο Μιχάλης το πήρε στα χέρια του και το περιεργάστηκε. Δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο.

‘Μπίνγκο’ φώναξε ενθουσιασμένα ‘Δείτε εδώ. Έχει γράψει με στυλό έναν αριθμό.  42’

‘42;’ αναρωτήθηκε η Κική.

‘Η ηλικία της μητέρας.’ αναφώνησε η Γωγώ.

Κοιτάχτηκαν αμίλητοι.

‘Αποκλείεται. Η μητέρα είναι νεότερη. Κάτω από σαράντα.’  είπε ο Μιχάλης με ύφος αβέβαιο.

‘Τι λες βρε χαμένο. Σιγά μην είναι και 30.. Η μητέρα είναι 44 ακριβώς. Εγώ έβαλα τα κεράκια στην τούρτα των γενεθλίων της.’

‘’Αρα;’

‘Άρα;’

‘Αρα..ξέρω ‘γω. Το άλλο πακέτο τι γράφει;’ 

Η Κική περιεργάστηκε το δεύτερο ‘Τίποτα’. 

Έτσι όπως το στριφογύριζε στα χέρια της ένιωσε κάτι να κινείται στο εσωτερικό του. Το άνοιξε και το έφερε ανάποδα. Ένας μεταλλικός ήχος ακούστηκε στην γυαλισμένη επιφάνεια του τραπεζιού. Η Γωγώ πρόλαβε και σταμάτησε το αντικείμενο πριν πέσει στο χαλί. Ήταν μια μικροσκοπική βίδα.

‘Να τη. Η βίδα από το laptop του μπαμπά που χάσαμε όταν το ανοίξαμε για να βρούμε κοριό.’ είπε ο Μιχάλης.

Laptop.  42. Το βρήκα! Η μητέρα στον υπολογιστή ακούει μόνο μουσική.’  είπε η Κική ‘Πρέπει να βρούμε το τραγούδι 42’

Μπήκαν αθόρυβα στο δωμάτιο των γονιών τους.  Ο πατέρας τους ροχάλιζε. Πήραν το laptop  πάνω από τη συρταριέρα και  έφυγαν στις μύτες των ποδιών τους. Το έβαλαν αμέσως σε λειτουργία.  Ήθελε κωδικό. Αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Ο Μιχάλης ήξερε τους κωδικούς  κάθε ηλεκτρονικής συσκευής του σπιτιού. Υπολογιστών, κινητών, tablet και.. του μεταμεσονύκτιου προγράμματος της δορυφορικής.

Αναζήτησαν για αρχεία ήχου. Υπήρχαν αμέτρητοι φάκελοι με τραγούδια. Ελληνικά, ξένα, καινούρια, παλιά, συλλογές.  Όλοι είχα το όνομα της και δίπλα την αρίθμηση.  Δανάη1, Δανάη2, Δανάη3, Δανάη4.. και η λίστα γέμιζε ολόκληρη την οθόνη.

‘Δανάη42 έχουμε;’ ρώτησε απαισιόδοξα η Κική.

‘Μπααααα’

Τα παιδιά έψαχναν πλέον στα χάος των αρχείων της μητέρας τους. Δεν ήταν καν σίγουροι πως έψαχναν στο σωστό μέρος. Ίσως έκαναν λάθος, ίσως τα στοιχεία να τους οδηγούσαν και κάπου αλλού. Όμως σπάνια έπεφταν έξω.

‘Γαβ, γαβ , γαβ’ ο Ταρζάν εμφανίστηκε κουνώντας χαρωπά την ουρά του.

‘Ταρζάν, ήσυχα.’ είπε η Κική.

‘Θα ξυπνήσει ο μπαμπάς βρε αλητάκο’ είπε η Γωγώ και τον κράτησε στην αγκαλιά της.

‘Γαβ, γαβ, γαβ’ έκανε ο Ταρζάν πιο χαμηλόφωνα.

‘Ταρζάν’ επανέλαβε κοφτά η Κική.

Το σκυλί την κοίταξε με παράπονο βγάζοντας κλαψιάρικους ήχους.

‘Κάτι κάνουμε λάθος ή κάτι μας διαφεύγει.’ επισήμανε ο Μιχάλης.

‘Γαβ, γαβ, γαβ’ ξαναγάβγισε πιο δυνατά αυτή τη φορά σαν λευκό διαολάκι και έτρεξε αμέσως στο δωμάτιο του για να γλυτώσει τις φωνές της Κικής.

Αλλά εκείνη δεν τον μάλωσε καθόλου. Ούτε τον κυνήγησε όπως θα έκανε οποιαδήποτε άλλη φορά.

‘Τον ακούσατε;’  είπε και έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

Ο Μιχάλης κι η Γωγώ με γουρλωμένα μάτια κούνησαν τα κεφάλια τους θετικά.

‘Γάβγισε τρεις φορές’ είπαν όλοι  ταυτόχρονα.

‘Όσα και τα τσιγάρα που λείπουν από το πακέτο της μητέρας’ διαπίστωσε η Γωγώ.

‘Σωστά.’ συμφώνησε ο Μιχάλης.

‘Ας ανοίξουμε  τον φάκελο Δανάη3’ πρόσταξε η Κική.

Κι αυτό έκαναν. Έπειτα μέτρησαν τα αρχεία με τη σειρά, σταμάτησαν στο τραγούδι 42. 

Συγκρότημα: The Kelly Family.

Τίτλος: Fell in love with an Alien

Σφράγισαν τα χείλη τους με τις παλάμες σοκαρισμένοι. Τελικά είχαν δίκιο, η αρχική τους σκέψη επαληθεύτηκε. Ο πατέρας τους μπορεί να το αρνείται, όμως εκείνοι ξέρουν. Είχε ξανασυμβεί στο παρελθόν, τότε που η μητέρα τους υποτίθεται πως είχε πάει ταξίδι στην Ιταλία. Πώς να το πίστευαν; Αφού δεν είχε φέρει μαζί της ούτε μια τσάντα Versace.

‘Νομίζω δε χρειάζεται να κάνω μετάφραση.’ είπε με τρεμάμενη φωνή η Γωγώ.

Δυνατά φώτα τους τύφλωσαν από τη τζαμαρία του σαλονιού κι ένας τρομερά ενοχλητικός ήχος πλησίαζε όλο και περισσότερο το σπίτι.  Τα παιδιά πήγαν προς το τζάμι, ο Ταρζάν ήρθε και πάλι στο σαλόνι. Γρύλισε.Έτρεξαν ουρλιάζοντας προς το δωμάτιο των γονιών τους. Ξύπνησαν τον πατέρα τους με τις φωνές. Όσα έλεγαν του φάνηκαν τόσο ασυνάρτητα σαν να έβλεπε όνειρο. Τον τράβηξαν από τις πυτζάμες εκλιπαρώντας για βοήθεια .

‘Μπαμπά, τη μητέρα την απήγαγαν εξωγήινοι.’

‘Μπαμπά, ένα Ούφο είναι έξω από το σπίτι.’

‘Μπαμπά, πάρε την αστυνομία.’

‘Μπαμπά, μπαμπά, μπαμπά….’

Ζαλίστηκε. Τον κουβάλησαν μέχρι την εξώπορτα. Βγήκαν εκτός σπιτιού. Δίπλα στον πατέρα τους ένιωθαν άτρωτοι.

‘Φέρτε πίσω τη μητέρα μας.’ φώναξαν προς τους προβολείς.

Μια γυναικεία φιγούρα ξεπρόβαλε πλάι από το θορυβώδες όχημα.  Τα φώτα έσβησαν, το ίδιο και η μηχανή.

‘Τι κάνετε ξύπνοι τέτοια ώρα;’ ακούστηκε ενοχλημένη η φωνή της μητέρας τους.

Από την άλλη μεριά του οχήματος βγήκε η γιαγιά τους.

‘Αγαπούλες μου!’ φώναξε χαρούμενα.

Τελικά δεν ήταν Ούφο, η παλιά Mustang της γιαγιάς τους ήταν.  Μα πως ξεγελάστηκαν έτσι; Τις αγκάλιασαν και τις δύο. Είχανε πάει στην εκκλησία τους είπαν. Μεσανυκτική στην Αγ Τριάδα. Ο πατέρας τους ισχυρίστηκε πως το είχε ξεχάσει. Πριν μπουν όλοι στο σπίτι η Γωγώ πρόλαβε να κρύψει το πακέτο με τα τσιγάρα, το άδειο. Το γεμάτο(πλην τρία) δεν το βρήκε. Μυστήριο. 

Εξήγησαν τα πάντα στη μητέρα τους. Εκείνη έβαλε τα γέλια και τους έδωσε αυστηρή διορία μια μέρα να βρουν το πακέτο με τα τσιγάρα.  Της το υποσχέθηκαν και κάθισαν να φάνε το γλυκό. Είχαν ξεχάσει πόσο πολύ πεινούσαν με το όλο θέμα. Σχεδόν έγλυψαν το μεγάλο μπολ. Τσακώθηκαν για το τελευταίο μπισκότο. Ο Μιχάλης το άρπαξε και  μπουκώθηκε για να μην του το πάρουν τα κορίτσια. Εκείνες τον κυνήγησαν με τα κουτάλια.

Ο Ταρζάν ξεπρόβαλε από το δωμάτιο του. Τους χάζευε να κάνουν κύκλους στον διάδρομο.

‘Γουβ, γαφ’ δεν κατάφερε να γαβγίσει σωστά.. με πέντε τσιγάρα SLIM στο στόμα. 

                                                        ΤΕΛΟΣ





Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Φόρεσε με


    Διαβάζω για δεύτερη φορά την ίδια παράγραφο. Τα μάτια μου κλείνουν ανά δύο προτάσεις.

    Είμαι έτοιμος να παραδοθώ στο μαξιλάρι όμως ένας γνώριμος ήχος από το χωλ κάνει το κορμί μου να ανατριχιάσει. Μένω παγωμένος στο κρεβάτι με αφτιά προσηλωμένα.
    Ακούγεται ξανά. Η καρδιά μου πάλλεται σε ρυθμούς πανικού. Κινούμε αθόρυβα έξω από τα σκεπάσματα. Με τρεμάμενα χέρια ανοίγω το ένα φύλλο της ντουλάπας και κρύβομαι πίσω από τα παραφορτωμένα κρεμαστάρια.
    Σακάκια, μπουφάν, παντελόνια, πουκάμισα, γραβάτες. Δεν τα βλέπω μες το σκοτάδι, όμως τα νιώθω επάνω μου. Όχι όπως κάποτε που τα φόραγα. Τότε κάλυπταν τη γύμνια μου, με συνόδευαν. Νιώθω να με έχουν στριμώξει, προσπαθούν να με πνίξουν θαρρώ. Υψωμένα μανίκια, με διεκδικούν, "Φόρεσε με" μου ψιθυρίζουν ασταμάτητα κι επίμονα. Δύσπνοια. Πετάγομαι αλαφιασμένος έξω από τη ντουλάπα. 
    Ο ήχος στο χωλ συνεχίζει να γρατζουνάει τα τύμπανα μου. Σύρσιμο στο κρύο πάτωμα. Επαναλαμβάνεται πιο έντονα, πιο έντονα, πιο έντονα. Κάνει σαν τρελό.
    Είναι οι παντόφλες μου. Εκείνες που για χρόνια τις πατούσες μου ζέσταιναν. Που κάποια στιγμή πάλιωσαν και τις πέταξα. Τώρα με στοιχειώνουν.
   Ανάβω τη λάμπα. Οι παντόφλες σιωπούν. Παρατηρώ το κάθε ρούχο ξεχωριστά, όλα τα θαύμασα έστω για μια φορά στην ζωή τους. Κανένα δε θα πετάξω ξανά. Ίσως μερικά να χαρίσω..

   Διαβάζω για τρίτη φορά την ίδια παράγραφο. Νομίζω είδα όνειρο.
   Τσακίζω τη σελίδα 512 και αφήνω το βαρύ βιβλίο στο κομοδίνο. Οι πυτζάμες μου σιγοτραγουδούν, σαν να με νανουρίζουν.

                                                                                                  Θ.Κ.

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Puzzle





Κομμάτι 2
Στην αρχή έφτιαξε το περίγραμμα. Δε δυσκολεύτηκε. Κοίταξε την εικόνα στο κουτί. Η Νεράιδα του Χειμώνα. Ξανθιά,  νέα, όμορφη, καθισμένη πάνω σε ένα κορμό δέντρου ντυμένη με ένα μακρύ λευκό φόρεμα. Τα ανοιγμένα της φτερά θαρρείς πως ταράσσονταν ανάμεσα στις νιφάδες χιονιού που έπεφταν ολόγυρα καλύπτοντας το τοπίο. Κλαδιά  δέντρων αχνοφαίνονταν σκοτεινά στο βάθος. Αρκετό λευκό, λίγο καφέ, ελάχιστο μαύρο. Ζόρικο παζλ, αλλά ευτυχώς μόνο πεντακόσια κομμάτια.
Ο κύρ Ανδρέας καθόταν στην αγαπημένη  του καρέκλα πάνω στο μπορντό  μαξιλάρι. Άπλωσε τα κομμάτια στην επιφάνεια του μικρού γραφείου στο σαλόνι. Πρωτύτερα είχε τραβήξει όλες τις κουρτίνες για να μπει άπλετο φως.  Ήταν ήδη περασμένες τρεις. Σκοπός του ήταν να το τελειώσει μέχρι το βράδυ.
Όσο η ώρα κυλούσε ο ουρανός συννέφιαζε και το φως της ημέρας χανόταν. Σειρά πήρε η λάμπα του πορσελάνινου φωτιστικού να τον βοηθήσει να διακρίνει τους διαφορετικούς  χρωματισμούς των κομματιών. Λευκό, λευκό, λευκό.  Όλα έμοιαζαν μεταξύ τους κι όμως δεν ήταν ίδια. Τα φτερά ξεχώριζαν από τις λεπτές γαλάζιες ασύμμετρες ραβδώσεις , το χιόνι από τις μαύρες σκιές των κλαδιών, ενώ το φόρεμα ήταν ολόλευκο σαν αυτό μετά το πλύσιμο του απορρυπαντικού, όπως θα έλεγε και η γυναίκα του η Ουρανία. Γέλασε.
‘Ντριν Ντριν. Ντριν Ντριν’
Το επίμονο κουδούνισμα του τηλεφώνου τον ανάγκασε να σταματήσει το ξεχώρισμα των κομματιών. Έφτασε μέχρι την αγέραστη  κουτσομπόλα και σήκωσε το ακουστικό.
‘Παρακαλώ;’
‘Έλα πατέρα. Τι έγινε; Πως πήγε το πρωί;’
‘Όλα εντάξει γιε μου. Εγώ ότι ήταν να κάνω το έκανα. Θα πάρει λίγο χρόνο βέβαια.. έτσι μου είπαν.’
‘Καλώς, αναμένουμε λοιπόν.. πήρα επίσης για να σας πω ότι αύριο είναι τα γενέθλια της μικρής.’
‘Δε χρειαζόταν να μας το θυμίσεις. Το ξέρουμε.’
‘Οκ. Θα περάσω να σας πάρω με το αμάξι στις έξι. Πες στη μαμά να φτιάξει καμιά πίτα.’
‘Μόνο μία; Έχει πάει να ψωνίσει για να φτιάξει δυο. Και να μη σου πω ότι έχει ήδη ετοιμάσει το κέικ!’
‘Τέλεια! Ράνια, έλα να μιλήσεις στον παππού.’ .. ‘Παππού;’ ακούστηκε η παιδική φωνή.
‘Μωρό μου!’
‘Παππού τι μου πήρες;’
‘Έκπληξη αγάπη μου. Κάνε λίγο υπομονή και θα δεις. Θα σ’ αρέσει!’
 ‘Εντάξει παππού, γιούπιιιιι!’ ..
 ‘Καλό βράδυ πατέρα!’

Κομμάτι 4
Άφησε τις σακούλες στο τραπέζι της κουζίνας. Ξεφύσησε. Έβγαλε το μαντίλι από τον λαιμό και ήπιε δυο ποτήρια νερό από τη βρύση. Έπειτα φόρεσε την ποδιά της και άδειασε το περιεχόμενο από τις πλαστικές σακούλες προσεκτικά στον πάγκο. Η κυρία Ουρανία ήταν έτοιμη να φτιάξει τις πίτες της.
Προσπάθησε να είναι όσο το δυνατό πιο ήσυχη στην κουζίνα. Όταν τελείωσε έβαλε την κοτόπιτα στην πάνω σχάρα και την  πρασόπιτα από κάτω. Δυνάμωσε τον προθερμασμένο φούρνο στους 160 βαθμούς και κάθισε στον καναπέ να δει τηλεόραση.  Δεν ήθελε να τον ενοχλήσει όσο ασχολιόταν με το παζλ του. Κάποια στιγμή μόνο τον ρώτησε αν πεινάει, όμως δεν πήρε απάντηση.
‘Πήρε κανείς τηλέφωνο;’ δεύτερη ερώτηση.
Εκείνος χαμένος στα κομμάτια του της απάντησε ‘Όχι’ με μια μικρή καθυστέρηση.
Το κουδούνι της εξώπορτας χτύπησε. Ήταν ο Δήμος ο νοικάρης τους. Ζήτησε από τον κύρ Ανδρέα την ποιητική συλλογή που του είχε υποσχεθεί. Οι δυο τους κατέβηκαν στο υπόγειο της πολυκατοικίας σε ένα μικρό δωμάτιο πνιγμένο στα βιβλία.

Κομμάτι 3
Ανέβηκε την σκάλα φορτωμένη με τις σακούλες. Ένιωθε εξαντλημένη. Μετάνιωσε που πήγε στο παντοπωλείο χωρίς τον σύζυγο της. Την έπιασαν οι ηρωισμοί και αποφάσισε να πάει μονάχη. Αλλά τι να έκανε που έπρεπε σώνει και καλά να τελειώσει το παζλ του; Δεν του είπε κουβέντα, άλλωστε δυο πράγματα ήθελε να ψωνίσει. Τα υπόλοιπα.. «μπήκαν με δική τους βούληση στο καρότσι», αστειεύτηκε η φωνή στο κεφάλι της.
Στάθηκε έξω από την πόρτα, έψαξε στην τσάντα τα κλειδιά της. Τα βρήκε κάπου ανάμεσα στο κραγιόν και τη θήκη των γυαλιών μυωπίας. Από το εσωτερικό του σπιτιού άκουγε τον σύζυγο να μιλάει. Κράτησε το κλειδί στο χέρι και ακούμπησε το αφτί της στην πόρτα. «Κατινιά;» σκέφτηκε.. αλλά μια μικρή ανησυχία μέσα της την προέτρεπε να παραμείνει εκεί.
«…Μωρό μου… Έκπληξη αγάπη μου. Κάνε λίγο υπομονή και θα δεις.. Θα σ’ αρέσει..»
Κάποιος άναψε το κεντρικό φως της πολυκατοικίας. Η κυρία Ουρανία αναπήδησε, το μπρελόκ με τα κλειδιά έφυγε από τα χέρια της και προσγειώθηκε στο μωσαϊκό πλακάκι του διαδρόμου κάνοντας κρότο. Η πόρτα μπροστά της άνοιξε άξαφνα.
‘Καλώς την!’ είπε ο κυρ Ανδρέας και την βοήθησε να πάνε τα ψώνια στην κουζίνα.


Κομμάτι 6
Άνοιξε την πόρτα για να αφήσει έξω τα σκουπίδια. Οι δυο άντρες επέστρεφαν. Ο νοικάρης τους αποχαιρέτησε εγκάρδια, προσφέρθηκε κάλλιστα να κατεβάσει τα σκουπίδια στον κάδο της γειτονιάς.
‘Ευχαριστούμε Δήμο’ είπαν ταυτόχρονα.
Στη συνέχεια κλειδώθηκαν μέσα στο σπίτι. Είχε βραδιάσει για τα καλά. Η κυρία Ουρανία πήρε ξανά θέση στον καναπέ. ‘Θα έρθεις να δούμε το επεισόδιο;’ ρώτησε.
‘Πρέπει να τελειώσω το παζλ’ απάντησε ο κύρ Ανδρέας από το σαλόνι.
‘Μη σώσεις..’ ψιθύρισε εκείνη πικρόχολα.
Παρακολούθησε το αγαπημένο της τηλεοπτικό σήριαλ μόνη. Λίγο πριν το φινάλε αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε αργότερα από τις φωνές του.
‘Μα που είναι το ρημάδι;’ βάρεσε την παλάμη του στο γραφείο.
‘Ανδρέα, τι έπαθες;’ περπάτησε βαριεστημένα προς το μέρος του με θολωμένα ακόμα τα μάτια.
‘Λείπει ένα κομμάτι. Δεν το βρίσκω.’
Εκείνη πλησίασε στο γραφείο, είδε το ατελείωτο παζλ  Έλειπε ένα κομμάτι από το κεφάλι της νεράιδας που απεικόνιζε ένα στεφάνι από λευκά τριαντάφυλλα. Εκείνος έψαχνε σαν τρελός κάτω από το χαλί.
‘Ψάξε ψάξε, κάπου εδώ γύρω θα είναι.’ είπε η κυρία Ουρανία και έκανε να φύγει.
‘Που πας; Βοήθησε με να το βρω’ ακούστηκε περισσότερο σαν διαταγή πάρα σαν παράκληση.
‘Μμμμ, την έννοια του είχα... Δεν ταιριάζει και πουθενά να το κρεμάσουμε. Αύριο να αγοράσεις άλλο. Καλύτερης ποιότητας και με όλα τα κομμάτια μέσα στο κουτί.’ είπε εριστικά.
‘Το πρωί που το είδες σου άρεσε. Ξαφνικά σου ξίνισε; Και ποιος σου είπε ότι θα το κρεμάσουμε στο σπίτι; Δώρο θα το κάνω.. αν βρω το αναθεματισμένο.’
‘Βέβαια, δωράκι.. που αν επιτρέπετε; Ε;’ στάθηκε, τον κοίταξε επίμονα στα μάτια και περίμενε.
‘Ουρανία, πας καλά; Τι ύφος είναι αυτό;’ πήγε στην κουζίνα να δει αν έχει πάρει το χάπι της. Το δισκίο ήταν ακουμπισμένο πλάι στο μισοάδειο ποτήρι με το νερό.
‘Απάντησε μου’ ούρλιαξε εκείνη ‘έχεις γκόμενα;’
Ο κύρ Ανδρέας τα έχασε. Πρώτη φορά δεχόταν τέτοια επίθεση από εκείνη στα τριάντα πέντε χρόνια του γάμου τους. Ανησύχησε για την υγεία της. Στην λέξη ‘γκόμενα’ ανατρίχιασε η ραχοκοκαλιά του. Δεν την είχε απατήσει ποτέ του, ούτε το είχε σκοπό.
‘Χριστιανή μου, τι είναι αυτά που λες; Αύριο έχει γενέθλια η Ράνια μας, σ’ εκείνη θα το κάνω δώρο. Γι’ αυτό ήθελα να το τελειώσω σήμερα. Για να προλάβω να το πάω αύριο πρωί στο κορνιζάδικο.’
‘Τι;’ ρώτησε αμήχανα εκείνη.
‘Άκουσε εκεί.. ΓΚΟΜΕΝΑ.. ντροπή σου.’ Της έδωσε το χάπι στο στόμα. ‘Πιες το σε παρακαλώ, μην έχουμε χειρότερα αύριο. Πήρε τηλέφωνο ο Κυριάκος πριν, θα περάσει στις έξι να μας πάρει.. αν είμαστε καλά.’ την κοίταξε αυστηρά.
‘Τι;’ ρώτησε πάλι και ήπιε το χάπι της.
‘Τι τι; Τυρί! Έπρεπε να ακούσεις την μικρή χαρές που έκανε όταν της είπα ότι την  περιμένει μια έκπληξη!’


Κομμάτι 5
 Της είπε ψέματα. Γιατί; Αφού τον άκουσε να μιλάει στο τηλέφωνο. Ποιαν είχε αποκαλέσει ‘Μωρό του’ και ‘Αγάπη του’; Μέχρι πριν δυο λεπτά πίστευε ότι θα ήταν κάποια από τις κόρες τους. Όμως τώρα.. το μυαλό της κόντευε να σαλτάρει. Έπιασε το πολύχρωμο φτερό για ξεσκόνισμα από την αποθήκη και άρχισε να καθαρίζει με μανία τις επιφάνειες.
Κομοδίνα, καρέκλες, τραπέζια, φωτιστικά και όλα τα κάδρα. Τα περισσότερα ήταν κορνιζαρισμένα παζλ που απεικόνιζαν διάσημους πίνακες του Mone, του Van Gogh και αγάλματα του Μιχαήλ Άγγελου. Όλα δικά του δημιουργήματα. Δεν τον βοήθησε ποτέ να τα φτιάξει, ούτε ένα. Τα βαριόταν. Μίσησε εκείνον και μαζί μίσησε τα έργα του. Μια ζωή ασχολιόταν με την ποίηση και πάζλ του. Ζήλεψε, εκείνη δεν είχε ποτέ ένα χόμπι, πέρα από τη μαγειρική της. «Έπρεπε να πάω να μάθω Μπριτζ, τότε που με παρακάλαγε η Μπουμπού! Νααα.. ζων.» μούντζωσε τον εαυτό της.
«Θα γνώρισε καμιά Ρωσίδα ο ελεεινός.» Δάκρυσε για τα τριανταπέντε χρόνια γάμου τους.  Το πρωί κατέθεσε και τα χαρτιά για την σύνταξη του. Έτσι εξηγείτε  «Μυρίστηκε το Εφάπαξ η βρώμα». Κοίταξε το ανολοκλήρωτο παζλ και μετά την εικόνα της ξανθιάς νεράιδας στο κουτί. «Μ’ αυτήν μοιάζει; Τι είναι καμπαρετζού;». Έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε τον εαυτό της. Φορούσε μια ριχτή σωμών πουκαμίσα και από κάτω ένα φαρδύ σκούρο μπλε παντελόνι. Δεν τόλμησε να αγγίξει τα γεροντόπαχα της ούτε καν τα πεσμένα της στήθη. Ξεσκόνισε το γραφείο του συγχυσμένη. Ένα μικρό κομμάτι από το παζλ έπεσε στο χαλί. Το είδε. Δεν το έκανε επίτηδες.
Πήγε στην κουζίνα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έφαγε δυο μπουκιές από το κέικ που είχε φτιάξει για τα γενέθλια και αμέσως έβγαλε την ηλεκτρική σκούπα από το ντουλάπι της αποθήκης. Σκούπισε τα ψίχουλα κάτω από το τραπέζι  κι ύστερα τράβηξε τη σκούπα μέχρι το χαλί του σαλονιού. Άκουσε το κομμάτι του παζλ να χτυπάει σαν στρακαστρούκα καθώς το ρούφαγε ο μεταλλικός σωλήνας. Έπειτα άδειασε τον χάρτινο  κάδο στη μεγάλη σακούλα με τα πεταμένα τσόφλια των υπόλοιπων άχρηστων υλικών.  ‘Σκουπιδάκια τέλος’ είπε.

Ήξερε ότι θα τον πλήγωνε βαθιά μ’ αυτό που έκανε. Ήξερε ότι ένα ανολοκλήρωτο παζλ θα ήταν όπως μια κοτόπιτα χωρίς δυόσμο ή χειρότερα, χωρίς μοσχοκάρυδο. Οσμίστηκε τον αέρα του σπιτιού. Μειδίασε ικανοποιημένη. Οι πίτες ήταν έτοιμες. Έσβησε τον φούρνο.

ΤΕΛΟΣ


Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Τρίλιζα


Buika - En Mi Piel

Τρέχαμε. 
Ψέμα.
Εσύ έτρεχες.
Εγώ ακολουθούσα με γοργά βήματα, 
πίσω από κάποιον άλλον.
Όχι πως δε με ένοιαζε,
ώρες πριν το κανονίζαμε.
Να την απολαύσουμε σε μια στρογγυλή αίθουσα μιας άλλης εποχής.
Όμως το θελκτικό κορμί μου δεν ανεχόταν ίχνος ιδρώτα 
να κυλήσει στο δέρμα που εύοσμα το κάλυπτε. 
Χάθηκες στο πλήθος. 
Δεν πανικοβλήθηκα, 
βάδιζα πλάι σε κάποιον άλλον.
Περίμενες στην είσοδο του Cine Ολύμπιον,
με τρία εισιτήρια στο χέρι.
Εκείνη τη νύχτα δεν ήμασταν οι δυο μας,
εκείνη τη νύχτα δεν κατοικήσαμε μόνοι.

Θ.Κ.

Buika - En Mi Piel




Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Ένα δέντρο μονάχο



Πνίγομαι..

Αργά, απρόθυμα.
Σαν δέντρο σε επισφαλές πρανές, που το έδαφος του όλο και βουλιάζει.
Κοιτάζω εμβρόντητος το βαθύπεδο των βουνών.
Με περιμένει θαρρώ.
Το μόνο που με βαστάει είναι ένας κόμπος στον λαιμό.
Ώσπου το γέρικο κλαδί σπάει

..παίρνω με δυσκολία μια ανάσα, μια δεύτερη, μια τρίτη

Κάποτε δέσποζα, μόνος και υπερήφανος.
Ψηλά όπως το μοναχικό αγέρωχο δέντρο.
Εκεί στην κορυφή!
Τώρα γέρνω όπως κι εκείνο 

..δε με θέλει κοντά του

Αμείλικτο με πετάει στο κενό.
Μα η πτώση θέλει χέρια να με βαστάξουν για να μην τσακιστώ.
Χέρια να με πνίξουν στην αγκαλιά τους.
Πουθενά

..πετάω, ζαλίζομαι, γκρεμίζομαι και σπάω.

Όχι, δεν είναι τα δέντρα μοναχικά. 
Εμείς είμαστε δειλοί που αδυνατούμε να ζούμε μονάχοι.

Θ.Κ.






Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

Pet Pleasure «Paradise»


                                                                                                                         Ακατάλληλο κάτω των 18


Δε χρειάστηκε να πάω μακριά. Ένα νέο pet shop είχε ανοίξει στον συνοικιακό εμπορικό δρόμο. Μπήκα στο κατάστημα δίχως να βγάλω τα γυαλιά ηλίου. Δε με υποδέχθηκε κανείς. Προσπέρασα τα  άδεια κλουβιά και στάθηκα για λίγο στο μικρό ενυδρείο με τα χρυσόψαρα. Κολυμπούσαν πέρα δώθε σαν παλαβά. Απόρησα πως κατάφερναν να μην κουτουλάνε μεταξύ τους, όπως κουτούλησα εγώ με την ξανθιά υπάλληλο.
‘Συγνώμη’ ζήτησα αμέσως.
‘Δεν πειράζει, θέλετε βοήθεια;’ με ρώτησε.
Κρατούσε ένα  ινδικό χοιρίδιο το οποίο είχε γαντζωθεί πάνω στο κολλητό φανελάκι της.
‘Ευχαριστώ, απλά χαζεύω’ αποκρίθηκα.
Έστριψα στον διάδρομο με τα χελωνάκια. Στο τέρμα διέκρινα τις μεγάλες σακούλες ζωοτροφών  Ήμουν πολύ κοντά στο σωστό σημείο, σκέφτηκα. Περπάτησα νωχελικά χαζεύοντας τα πράσινα αμφίβια μέσα στις πλαστικές οάσεις. Στον τοίχο αριστερά από τις τροφές υπήρχαν κρεμασμένα όλα τα αξεσουάρ. Αλυσίδες και κολάρα, μόνο αυτά με ενδιέφεραν.
‘Για γάτα ή για σκύλο;’ με αιφνιδίασε η ξανθιά υπάλληλος.
Η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει. Στο αριστερό της χέρι ήταν τυλιγμένο ένα λεπτό κοκκινωπό φίδι. Σάστισα, βιάστηκα να απαντήσω ‘..για σκύλο’, όμως το μετάνιωσα αμέσως. Μου έδειξε όλα τα κολάρα, δε μ’ άρεσε κανένα.
‘Τι ράτσα είναι;’ ρώτησε.
‘Τσιουάουα’ της απάντησα εκνευρισμένα. Επίσης της ζήτησα, καθόλου ευγενικά, να απομακρύνει το φίδι. Μου προκαλούσε πανικό η επιμονή του να ξεφύγει από τα χέρια της. Έκανε μια ανόητη γκριμάτσα και χάθηκε από μπροστά μου. Δεν ένιωθα άνετα εκεί μέσα, ούτε ήμουν ακριβώς σίγουρος για το τι ήθελα να αγοράσω. Τράβηξα μια μεταλλική αλυσίδα μεσαίου μεγέθους από τη μπάρα κρέμασης και έφυγα γοργά για το ταμείο. Η ξανθιά υπάλληλος βρέθηκε και πάλι μπροστά μου.
‘Τελικά δε βρήκατε κολάρο;’  ρώτησε με στενάχωρο ύφος σαν να νοιαζόταν πραγματικά -έτσι έδειχνε τουλάχιστον ‘Την επόμενη εβδομάδα θα φέρουμε περισσότερα!’ επισήμανε καθώς μου έδινε την απόδειξη. Ένα μικρό άσπρο γατάκι ξεπρόβαλε τότε κάτω από τον πάγκο του ταμείου. Νιαούρισε και με κοίταξε λυπημένα. «Πάρε με» φαντάζομαι θα έλεγε.
Το κλώτσησα ελαφρά, γύρισε στην προσωρινή αφεντικίνα του. Ο ήχος από το κουδουνάκι στο λαιμό του μου ερέθισε τα εγκεφαλικά κύτταρα. Ζήτησα από την υπάλληλο να μου τυλίξει ένα ίδιο κολάρο γάτας χρώματος θαλασσί.. για δώρο. Βγήκα χαρούμενος από το ζωομάγαζο. Ευτυχώς είχα γλυτώσει πολύ περπάτημα για μια επίσκεψη στο sex shop στην άλλη άκρη της συνοικίας.

--------------------------------------------------------------------------------------------

Διάβηκα τον δρόμο χωρίς να ελέγξω. Μια μηχανή κόντεψε να με πατήσει στο πέρασμα της. Βρισκόμουν στη μέση του δρόμου ενώ το φανάρι των πεζών έδειχνε κόκκινο. Έτρεξα αγχωμένα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Έφτασα  αρτιμελής. Το κινητό μου δονήθηκε. Μήνυμα.

-Στις 20:30 θα είμαι στο σπίτι. Έτοιμη για σένα! Θα περιμένω στα τέσσερα. -

Ήθελα να αυνανιστώ εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μπροστά στη στάση του λεωφορείου. Συγκρατήθηκα. Περπάτησα βιαστικά. Μπήκα στο σπίτι ιδρωμένος και κλείστηκα στο μπάνιο. Δεν άργησα να τελειώσω..
Τι μου έχει κάνει αυτή η γκόμενα; Με τρελαίνει  Είμαι τριάντα έξη και νόμιζα πως τα είχα κάνει όλα. Καμιά τσούλα φοιτήτρια, καμία πληρωμένη πόρνη δε με έκανε να νιώθω έτσι όπως αυτή. Μου ανέβαζε τη λίμπιντο στο θεό. Μαυρομάλλα, Όμορφη, Υπάκουη, Ναζιάρα, Άνετη, ζουμεΡή, Αχόρταγη.
Επτά χρόνια μικρότερη μου. Υπεύθυνη σε κατάστημα εσωρούχων στο Κολονάκι. Τζάμπα τα έπαιρνε. Είχε γεμίσει με σέξυ εσώρουχα μια ολόκληρη συρταριέρα, γι’ αυτό δεν την πείραζε να της τα σκίζω. Της έστειλα μήνυμα.

-Να φοράς τα λευκά απόψε-

Πήγα σπίτι της πέντε λεπτά νωρίτερα, άργησε να μου ανοίξει. Πίεσα το κουδούνι δεύτερη φορά. Ζήτησε συγνώμη από το θυροτηλέφωνο και ενεργοποίησε το μηχανισμό της κεντρικής εισόδου. Ανέβηκα στον 3ο όροφο με τα πόδια. Βρήκα την πόρτα της μισάνοιχτη. Με περίμενε στο σαλόνι στα τέσσερα όπως μου είχε υποσχεθεί, φορούσε τα λευκά της εσώρουχα συνδυασμένα με γαλάζια καλτσοδέτα και ασημένιες ψηλοτάκουνες γόβες.
‘Γατούλα!’
‘Νιιιαααααρρρ’
Ήρθε κοντά, έλυσε τα κορδόνια των παπουτσιών μου με τα δόντια της. ‘Σου έχω μια έκπληξη’ είπα. Της φόρεσα το κολάρο στο λαιμό και μετά τη φίλησα παθιασμένα. Το κουδουνάκι χτυπούσε κάθε φορά που κατάπινε τα σάλια της. Σταμάτησα, περίμενα λίγο, με κοίταξε με απορία. Τράβηξα τα μακρυά της μαλλιά άγαρμπα προς τα πίσω και την χαστούκισα ‘Ευχαριστώ δε θα πεις;’. Με ευχαρίστησε αμέσως όμως έπρεπε να το είχε κάνει νωρίτερα.

---------------------------------------------------------------------------------------------

Πέρασα την αλυσίδα στο κολάρο και σηκώθηκα όρθιος. Την ανάγκασα να με ακολουθήσει μέχρι το δωμάτιο μπουσουλώντας. Έβγαλα τη δερμάτινη ζώνη μου και την τιμώρησα. Της άξιζε. Η στύση μου δεν την άφησε αδιάφορη.
Με δάκρυα στα μάτια με πλησίασε σαν αίλουρος, σκέτη κόλαση. Μια κόλαση με τρεις κεντρικές πύλες. Ήθελα να χωθώ στα καυτά της βάθη όμως δεν ήξερα ποια από τις τρεις να διαλέξω. Η γατούλα μου άνοιξε το στόμα της, δε μίλησε ούτε νιαούρισε, μόνο έκανε αυτό που έπρεπε. Καλό και υπάκουο ζωάκι!
Το πέος μου έμοιαζε με υπερυψωμένο φρούριο. Την τράβηξα με την αλυσίδα, ξάπλωσα στο μαλακό στρώμα κι εκείνη πήρε τη σωστή θέση πάνω στον πύργο μου. Μεγαλείο οι στιγμές, μεγαλείο οι αισθήσεις. Την δάγκωσα στον δεξί ώμο ενώ ταυτόχρονα την έπνιγα με το κολάρο.  Κουνούσε το κεφάλι της πέρα δώθε απεγνωσμένα, το κολάρο κουδούνιζε ασταμάτητα στο δικό του διεστραμμένο ρυθμό. Απόλαυση! Μπήκα από την κόλαση για να βρεθώ στον παράδεισο. Ανταλλάξαμε βλέμματα. Σαδιστική ικανοποίηση ο φόβος του θανάτου στα μάτια της. Έβγαλε μια κραυγή οργασμού, την κάλυψα με το δικό μου κτηνώδες μουγκρητό.  Σταμάτησα να τη γαμάω. Την ελευθέρωσα αργά, βασανιστικά. Ξερόβηξε, πήρε ανάσα κι έγειρε επάνω μου. Χάϊδεψε το μάγουλο της στο δικό μου, μου γρατζούνισε απαλά το στήθος και νιαούρισε.  Ήταν τόσο υγρή που δεν είχε καταλάβει. Της ψιθύρισα στο αφτί "Δεν έχω τελειώσει ακόμη.."
    Μάζεψε αστραπιαία τα νύχια της από το στήθος μου. Παρατήρησα τα ελαφρώς σηκωμένα χείλη της, φαντάστηκα ένα μπαλάκι από πολύχρωμα σχοινιά σφηνωμένο ανάμεσα στις γνάθους της. Δεν μου βρισκόταν κάποιο διαθέσιμο, γέμισα το κενό με τον φλεγόμενο πύργο μου και την έπνιξα με τους χυμούς μου αυτή τη φορά.
    Αύριο θα πάω πάλι στο μαγαζάκι με τα κατοικίδια. Ξέρω ακριβώς τι θέλω να αγοράσω. Κι αν τυχόν με ρωτήσει η ξανθιά υπάλληλος ποια τροφή δίνω στο ζωάκι μου, θα της απαντήσω "Την καλύτερη! Σπιτική, φτιαγμένη από αγνά υλικά"  

Θ.Κ.




Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Ακάλεστη


Beginners

Δεν την κάλεσα εγώ, μόνη της ήρθε.
Ούτε καν χτύπησε την πόρτα.
Στρογγυλοκάθισε στη θέση μου,
δεν έχω τρόπο να τη διώξω.

"Ωραίο πάρτι!" ακούω μια φωνή.

Παίρνεις το ποτήρι με το μαύρο ρούμι από τα χέρια μου,
το πίνεις μονορούφι.
"Ουπς τελείωσε... τώρα πρέπει να πιεις το δικό μου."
γελάς μεθυσμένα

Σε κοιτάζω αμίλητα, μένεις σιωπηλή.
Σε ένα μπλοκάκι μου γράφεις:
Βλέπω τη θλίψη στα μάτια σου

"Δεν την κάλεσα εγώ.." απαντώ.

Θ.Κ.


Beginners


Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Σκοτεινό δωμάτιο - 1η Νύχτα


‘Έτοιμο το δωμάτιο σου!’ είπε η Σοφία στον γιο της.

Οι δυο τους μόλις είχαν εγκατασταθεί στο νέο τους σπίτι, μια δυόροφη μεζονέτα με κήπο κάπου στο Καμάρι της  Καλύμνου. Ήταν τελευταία βραδιά του Αυγούστου. Είχαν ήδη κλείσει ένα δωδεκάωρο στο νησί. Η Σοφία ήταν δασκάλα, η ίδια είχε αιτηθεί αυτή τη μετάθεση. Φλέρταρε με την ιδέα να ζήσει για πάντα εκεί, σε αντίθεση με τον δεκάχρονο Πέτρο που ακόμα της κράταγε μούτρα.
Του είχε πάρει καιρό να ξεπεράσει το θάνατο του πατέρα, πάνε σχεδόν πέντε χρόνια. Τις τελευταίες μέρες δεν πολυμιλούσε. Σκεφτόταν τους φίλους του που άφησε πίσω στην πόλη και αναρωτιόταν για όσα θα ακολουθούσαν. Πάλι από την αρχή, πάλι να γνωρίσει νέα παιδιά, πάλι νέους φίλους. Όλα αυτά βασάνιζαν το μυαλό του. Υπομονή, ένα δεκαήμερο είχε απομείνει για το άνοιγμα των σχολείων, σκέφτηκε λες και αυτό θα έλυνε τα όποια προβλήματα.

‘Πώς σου φαίνεται;’
Ο Πέτρος κοίταξε το δωμάτιο του ολόγυρα. Του άρεσε, αν και όλα τα έπιπλα ήταν από το παλιό σπίτι. Μόνο η διακόσμηση είχε αλλάξει και οι καινούριες πράσινες κουρτίνες.
‘Λοιπόν; Σ’ αρέσει;’
‘Καλό είναι. Δε διαφέρει και πολύ από το προηγούμενο.’ είπε αδιάφορα. 
Η μητέρα του τον πλησίασε, τον έπιασε από τους ώμους και γονάτισε πίσω του. Κοίταξαν μαζί ξανά  το δωμάτιο.
‘Αύριο θα πάμε να πάρουμε μια μεγάλη αφίσα, να γεμίσουμε τον άδειο τοίχο πάνω από το κρεβάτι σου. Τι λες;’
    ‘Ναι αμέ!’ απάντησε ενθουσιασμένος.
‘Ωραία. Ετοιμάσου τώρα για ύπνο, για να είσαι ξεκούραστος το πρωί’
Ο Πέτρος φόρεσε ένα κοντό παντελονάκι, τράβηξε το σεντόνι μέχρι το στήθος και ξάπλωσε στο ημίδιπλο κρεβάτι του.
‘Δεν σε πειράζει που θα κοιμηθείς μόνος σου απόψε, ε;’
‘Καληνύχτα μαμά.’ απάντησε ελαφρά ενοχλημένος.
‘Καληνύχτα μικρέ.’
‘Το φωτάκι.’ φώναξε.
Ο Πέτρος δεν μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς ελάχιστο έστω φως στο δωμάτιο. Η Σοφία άφησε την πόρτα ανοιχτή και   του  είπε να περιμένει. Πήγε στο σαλόνι που ήταν γεμάτο κουτιά, έψαξε για το μικρό φωτιστικό. Δεν άργησε να το βρει, πλάι του υπήρχε ένα αντικείμενο τυλιγμένο σε μαντήλι.
Το ξεδίπλωσε και φανερώθηκε από μέσα ένα μικρό μεταλλικό αγαλματάκι, ήταν ομοίωμα ενός διάβολο-μωρού.  Είχε μεγάλο κεφάλι, ορθάνοιχτα αθώα μάτια και ανέκφραστα χείλη. Το σώμα ήταν μικρού παιδιού σε εμβρυακή στάση με μια τοξωτή ουρά να κρύβεται κάτω από τα σκέλια. Γύρο από το λαιμό του ήταν περασμένος ένας ασημένιος σταυρός.
‘Μααα…’ φώναξε από το δωμάτιο ο μικρός.
Η Σοφία επέστρεψε αμέσως στο υπνοδωμάτιο, έβαλε το λαμπάκι στην πρίζα απέναντι από το κρεβάτι του αγοριού. Ύστερα κάθισε πλάι του στο κρεβάτι.
‘Σου έχω μία έκπληξη.’ είπε και του φανέρωσε χωρίς καθυστέρηση το αγαλματάκι.
‘Ωωω…τέλειο!’ έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα ‘Της γιαγιάς δεν είναι;’
‘Ναι, το θυμάσαι; Όταν ήσουν μωρό έκλαιγες για να στο δώσουμε. Χάζευες μπροστά του για ώρα, αλλά που να σ’ αφήσει η κυρά Όλγα να το πιάσεις. Ο Θεός  να την συγχωρέσει.’
‘Και τώρα που πέθανε της το πήρες;’
‘Όλοι πήραμε από κάτι. Μητέρα μας ήταν, να την θυμόμαστε… Λοιπόν τέρμα οι κουβέντες.’
Πήρε το αγαλματάκι και το τοποθέτησε στο ράφι με τις πλαστικές φιγούρες υπερηρώων. Ξετύλιξε την αλυσίδα με τον σταυρό για να την φόρεσε στον λαιμό του γιου της.
‘Φόρα τον συνέχεια για να σε φιλάει, θέλω να προσέχεις ότι κι αν κάνεις.’ είπε  χαϊδεύντας του το μέτωπο.
‘Θα προσέχω.’ της φίλησε το χέρι.
‘Θα δεις. Θα περάσουμε καλά εδώ πέρα.’ του χαμογέλασε πριν βγει από το δωμάτιο..
Ο Πέτρος έμεινε μόνος στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Άγγιξε τον σταυρό που μόλις του φόρεσε η μητέρα του. Τον περιεργάστηκε. Στο κάτω μέρος του είχε κάτι που ξεχώριζε, μια μικροσκοπική βίδα. Την στριφογύρισε αργά και κάποια στιγμή του έμεινε στα δάκτυλα. Ήταν όμως τόσο μικρή που γλίστρησε και έπεσε στο πάτωμα.
Από το θόρυβο που έκανε καθώς μεταπηδούσε στο παρκέ ήξερε περίπου που να την ψάξει, με τα δυο του χέρια ψαχούλευε το ξύλινο πάτωμα σκυμμένος από το κρεβάτι. Δεν την έβρισκε όμως. Και καθώς συνέχισε να ψάχνει του φάνηκε πως είδε την κουρτίνα της μπαλκονόπορτας να κουνιέται.
Σταμάτησε, έμεινε ακίνητος να την κοιτάζει. Ήταν σίγουρος, η κουρτίνα κουνιόταν σαν να την φύσαγε ο αέρας. Σηκώθηκε χωρίς να ανάψει το φως και πήγε να ελέγξει τη τζαμαρία. Τράβηξε την κουρτίνα, ακούμπησε το τζάμι. Ήταν κλειστό και αμπαρωμένο.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή άκουσε πίσω του βήματα σαν κάποιος να βάδιζε βιαστικά. Έτρεξε αμέσως στο κρεβάτι του, τράβηξε το σεντόνι και σκεπάστηκε ολόκληρος. Ένιωθε ασφάλεια κάτω από αυτό, πάντοτε πίστευε ότι το σεντόνι τον προστάτευε. Πως τίποτα δε θα του έκανε κακό, αν και μόνο αν, βρισκόταν κάτω από τα σκεπάσματα.
Επικράτησε ησυχία το επόμενο λεπτό. Ξαφνικά οι μινιατούρες από το ράφι άρχισαν να πέφτουν μια – μια στο πάτωμα.
‘Πέτροοο’ ακούστηκε μακρόσυρτα και σιγανά από μια άγνωστη φωνή.
‘Πέτρο.’ είπε δεύτερη φορά η ίδια φωνή, κοφτά και σχεδόν δίπλα στο αφτί του.
Το καημένο το αγόρι κόντευε να κατουρηθεί επάνω του από τον φόβο. Είχε τυλίξει όλο το σεντόνι γύρω από το κορμί του, ούτε ο αέρας δεν περνούσε πια μέσα.
Κι ενώ ευχόταν όλα αυτά να τελειώσουν σαν να ‘ταν εφιάλτης που θα τον ξυπνούσε, κάποιος του τράβηξε το σεντόνι και τον ξεσκέπασε. Ο Πέτρος άρχισε να ουρλιάζει υστερικά. Η μητέρα του πανικοβλήθηκε κι έτρεξε αμέσως, μπήκε στο δωμάτιο, άναψε τα φώτα και βρήκε τον γιο της λιπόθυμο στο κρεβάτι. Το δωμάτιο ήτανε ανάστατο. Ότι υπήρχε πάνω στο ράφι βρισκότανε κάτω στο πάτωμα. Όλα, εκτός από το μικρό αγαλματάκι.

............................