Σελίδες

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Μια μέρα, μια Αγάπη



Στον Λίο



‘Το παιδί. Να πάω βόλτα το παιδί.’ η πρώτη σκέψη μόλις ξύπνησα.
Μπήκα στο μπάνιο να ρίξω νερό στο πρόσωπο μου. Ο μικρός περίμενε στην πόρτα. Ντύθηκα βιαστικά. Κλειδιά, κινητό, λιχουδιές και φύγαμε. Πήγαμε στο πάρκο για παιχνίδι και όχι μόνο. Είκοσι λεπτά αγουροξυπνημένης ανεμελιάς με το οχτώ μηνών μαύρο πιντσεράκι μου.
Ο χρόνος κύλησε εκνευριστικά γρήγορα. Επιστρέψαμε άρων άρων  στο σπίτι, έπρεπε να ετοιμαστώ για τη δουλειά. «Θα είσαι καλό παιδί Λίο;» ρώτησα «Ένα γαβ για Ναι, δύο γαβ για Όχι» του είπα λες και καταλάβαινε. «Γαβ» έκανε και πήδηξε ψηλά να μου σκάσει ένα φιλί. Έφυγα αθόρυβα ξεγελώντας τον με ένα λαχταριστό μπισκότο.
 Στο αμάξι έβαλα μπρος το ραδιόφωνο. Όσα είχα σβήσει από τη μνήμη το προηγούμενο βράδυ επανήλθαν. Εκκρεμότητες, υποχρεώσεις, μικρόπαρεξηγήσεις, τα γενέθλια του Μιχάλη, προβληματισμοί, υπαρξιακά. Μελαγχόλησα. Δυνάμωσα το ραδιόφωνο. Σταμάτησα να σκέφτομαι. Άνοιξα το παράθυρο να με χτυπήσει το αεράκι, να μου πει Καλημέρα.
Η δουλειά μια ρουτίνα, φαντάζομαι όλες οι δουλειές κάπως έτσι καταλήγουν με τα χρόνια, σαν καθημερινό σήριαλ σε επανάληψη. Εξυπηρέτηση πελατών σε κατάστημα κινητής τηλεφωνίας. Χαμόγελο και  πάμε, ανεβαίνουν τα στόρια, το μαγαζί γεμίζει. Αιτήματα, λογαριασμοί, αγορές, πελάτες. Κάποιοι αγέλαστοι, απαιτητικοί, φωνακλάδες κι άλλοι πρόσχαροι, ευγενικοί, καλαμπουρτζήδες.
Η κυρά Σοφία, πρωινή πρωινή να πληρώσει λογαριασμούς, τον δικό της και του εγγονού της, που κατάρες του έριξε μόλις άκουσε το ποσό. Κόντευε να της φύγει η μασέλα από την σύγχυση. Κάθε μήνα τα ίδια, έτσι είναι οι αδυναμίες. Μου άφησε κι έμενα το κατιτίς μου να πιω μια μπύρα. Δεν αρνήθηκα. Τι; Να με καταριόταν; Α πα πα πα
Ήρθε και ο Στάθης ο υδραυλικός, για πολλοστή φορά να δει τις συσκευές. Όχι δεν ήταν αναποφάσιστος, δειλός  ήταν. Για κινητό έψαχνε, την κοκκινομάλλα συνάδελφο μου κοιτούσε και αν τύχαινε να της μιλήσει, τραύλιζε. Σαν δονουμενος σωλήνας, άντε μετά να φτάσει το νερό στο αυλάκι.
Έπειτα ο κυρ Στέφανος που χήρεψε πρόσφατα και δεν τον χωράει το σπίτι, να πει την καλημέρα του και να με ρωτήσει αν κατέβηκα στο νησί. Κουβέντα ήθελε και λίγο χαμόγελο να ξεχαστεί από τη στεναχώρια του.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά κλείσαμε για μεσημεριανό διάλλειμα. Πήγα στο γυμναστήριο να διατηρήσω σφιχτό τον ένα κοιλιακό μου. Μεγαλώνω, το σώμα μου δε με βοηθάει όπως παλιά. Στο σπίτι δεν προλάβαινα να γυρίσω, που να τρέχω μες την κίνηση; Έκανα μια σκέψη στο παιδί.  Άραγε διασκεδάζει με τα αρκουδάκια του ή βαριέται;
Έφαγα κάτι πρόχειρο κι επέστρεψα ξανά στο μαγαζί. Οι απογευματινοί πελάτες πιο ιδιαίτεροι, πιο διασκεδαστικοί. Παίζουν σε άλλο σήριαλ αυτοί, σε βγάζουν από τη ρουτίνα.

Η κυρία Ιουλία, συνταξιούχος αριθμομάντισσα. Μου ανέφερε για την νέα της σχέση. «Εκείνος 6, εγώ 9. Ταιριάζουμε!» είπε ενθουσιασμένη ενώ ξεμπέρδευε καλώδια από φορτιστές που είχε στη τσάντα της. Τελικά μπλέχτηκαν για τα καλά μεταξύ τους. «Στεφάνι!» αναφώνησε, επιδεικνύοντας τα καλώδια τυλιγμένα σε κύκλο «..θα με πάρει στην εκκλησία..» σχεδόν δάκρυσε  «..πρέπει να φύγω, να προλάβω το κομμωτήριο». Καλά στέφανα της ευχήθηκα, τι να ‘λεγα; Που πας μωρή τρελή;
Μέτα ήρθε και η κυρία Νίτσα. Πάλι έχασε τη φωτογραφία του πρώην της από το κινητό. Εξήντα επτά χρονών αυτή, εβδομήντα δύο εκείνος. Της τον έφαγε η αδερφή της η πουτάνα, έτσι την αποκαλούσε. Της βρήκα τη φωτογραφία και ηρέμησε. «Θα τον διεκδικήσω» μου είπε και έφυγε καμαρωτή.
Και λίγο πριν το κλείσιμο η Βαλεντίνη. Γυναικάρα δυο μέτρα κι ας γεννήθηκε αγόρι. Παραπονιόταν για τα πόδια της. Όλη νύχτα πάνω στα δωδεκάποντα στη Συγγρού και οι πελάτες άφαντοι. Κρίση κι αυτές, κρίση και ο έρωτας.
Βράδιασε, τα στόρια κατέβηκαν, έσβησαν τα φώτα. Τέλος επεισοδίου.
Στην επιστροφή έτρεχα, βιαζόμουν να γυρίσω στο σπίτι. Κάποιοι φίλοι με πήραν στο κινητό. Ποτό στο Γκάζι ή γενέθλια στου Μιχάλη; Δεν κανόνισα τίποτα, έπρεπε να δω το παιδί.
Μόλις άνοιξα την πόρτα όρμησε σαν χείμαρρος για ένα ανυπόμονο  σφιχταγκάλιασμα του ποδιού μου. Πόσο μου έλειψε ο μικρός μου;! Αφού ηρέμησε τον ρώτησα που ήθελε να πάμε βόλτα «Ένα γαβ για Πανόρμου, δυο για Κατεχάκη». «Γαβ» μου απάντησε λες και γνώριζε ποια οδός είναι που. Πανόρμου λοιπόν, βγήκαμε αμέσως για περίπατο. Στη διαδρομή δυο ξένοι. Εκείνος τις μυρωδιές του, εγώ τον απολογισμό της ημέρας. Εκείνος πρόσθετε νέες πληροφορίες στον εγκέφαλο του, εγώ διέγραφα τις άχρηστες. Όταν πια χαλάρωσα είπαμε μερικές κουβέντες, εγώ δηλαδή τις είπα κι ο Λίο άκουγε. Περαστικοί με κοιτούσαν περίεργα. Ίσως γι’ αυτούς να ήμουν ο αλλοπρόσαλλος ήρωας της δικής τους συνηθισμένης μέρας. Δε βαριέσαι, ασ' τους να νομίζουν.
Στο κρεβάτι πριν κοιμηθώ έριξα μια τελευταία ματιά στον Λίο, είχε ξαπλώσει στο ζεστό του κρεβατάκι. Με κοίταξε με τα υπέροχα μαύρα μάτια του. «Σ’ αγαπάω» του λέω «Εσύ άραγε τι νιώθεις; Μ’ αγαπάς; Ένα γαβ για Ναι, δύο γαβ για Όχι». Παύση μερικών δευτερολέπτων.
Γάβγισε μια φορά!
Έτσι κι αλλιώς πάντα μια φορά γαβγίζει. Το ήξερα..
Είναι ωραίο να ακούς το «Σ’ αγαπώ». Ακόμα κι αν κάποιοι δεν το καταλαβαίνουν, δεν το γνωρίζουν ή δεν το νιώθουν, υπάρχει πάντοτε τρόπος να τους το κλέβουμε.

«Καληνύχτα μικρέ μου».

Θ.Κ.