Σελίδες

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Λίο

    Ακόμα με κυνηγάει. Μα τι έκανα; Φωνάζει κιόλα..  ααααααα, οι σκέψεις μου πανικοβάλλονται. Δεν την αντέχω. Παίρνω φόρα και τρέχω. Θα πάω να κρυφτώ κάτω από το κρεβάτι. Δεν πρόκειται να με πιάσει, είμαι πολύ γρήγορος, χα! Περνάω τον διάδρομο, στρίβω απότομα προς το δωμάτιο και  γίνομαι ένα με το σκαμπό. Σχεδόν αγκαλιαστήκαμε. Ζαλίστηκα..

    Για μια στιγμή νόμιζα πως ήμουν πάλι σε εκείνο το δωμάτιο που γεννήθηκα. Άκουγα τα ρουθουνίσματα τους. Κυλιόντουσαν ο ένας πάνω στον άλλο μέσα στην κούτα, μπλέκανε τα πόδια τους και δάγκωναν τις ουρές τους. Όλοι  εκεί, τα τέσσερα αδέρφια μου,  η μητέρα, το αγόρι, ο μπαμπάς του, όλοι στο δωμάτιο! Πήδηξα μέσα στην κούτα, έγινα κι εγώ ένα με τη μάζα των κουταβιών.
   Μοιάζαμε και οι πέντε στη μητέρα μας, μαύροι με καφετί μουσούδα, ποδαράκια και δυο βούλες πάνω από τα μάτια. Δυο αγόρια και τρία κορίτσια. Τον πατέρα δεν τον γνωρίσαμε ποτέ, είχαμε όμως το αγόρι να μας φροντίζει. Μας χάιδευε και μας έκανε αγκαλιές κάθε πρωί πριν φύγει για δουλειά και το απόγευμα όταν γυρνούσε.
    Η μητέρα  έμενε συνέχεια κοντά για να μας ελέγχει. Όποτε ζητούσαμε φαγητό ξάπλωνε στο πάτωμα του ακατάστατου δωματίου του αγοριού, σαλιώναμε ο καθένας από μια θηλή και ρουφούσαμε. Γάλα!  Γέμιζε το στομάχι μας, γλύφαμε και τις μουσούδες μας από τη νοστιμιά. Μετά μας σήκωνε ο μπαμπάς του αγοριού από τη μέση λίγο άγαρμπα και μας άφηνε στην εφημερίδα, πάνω στη στήλη με τα πολιτικά. Λες και το ήξερε, δηλαδή σίγουρα  το ήξερε πως ήταν ώρα για άδειασμα. Σαν τρύπιος σωλήνας  εμείς, μόλις πίναμε τα βγάζαμε. Κάναμε  την εφημερίδα μούσκεμα, πέντε διαφορετικές στάμπες, πέντε διαφορετικές μυρωδιές. Τις ξεχωρίζαμε, ο καθένας είχε το σημείο του. Κάθε μέρα  άλλαζε η εφημερίδα, όμως η στήλη παρέμενε ίδια,  κοντά τριακόσιες φάτσες  είχαμε σταμπά-ρει.
    Τα βράδια έφευγε η μητέρα με το αγόρι. Εκτός σπιτιού. Εμάς μας έκλειναν στην κούτα. Όταν επέστρεφαν το αγόρι  έβαζε δυνατά τη μουσική  και μας ανέβαζε στο κρεβάτι του, ακούγαμε την αγαπημένη του τραγουδίστρια. Χορεύαμε μαζί του. Εκείνος όρθιος κι εμείς στα πόδια του. Πάρτι κάθε βράδυ! Έτσι γεννηθήκαμε, μετά μουσικής, «Born this way» έλεγε το τραγούδι.
   Μα η χαρά δεν κράτησε πολύ. Μόλις κλείσαμε ένα μήνα και κάτι, η μητέρα σταμάτησε να μας δίνει γάλα. Το αγόρι τότε μας τάιζε κάτι σκληρά μπαλάκια, πονούσαν τα δόντια μας. Καμιά φορά τα μούλιαζε σε γάλα, όχι σαν της μητέρας. Ήταν παγωμένο και μύριζε διαφορετικά, μύριζε.. άλλη μητέρα, ίσως του αγοριού. Ούτε αυτή τη γνωρίσαμε, μάλλον του είχε αφήσει αρκετό γάλα στο ψυγείο πριν φύγει.
    Μετά άρχισαν οι εξαφανίσεις. Μέρα παρά μέρα ακούγαμε άγνωστες φωνές, ξένα χέρια μας ακουμπούσαν. Γέλια, χαρές κι εμείς να μένουμε όλο και πιο λίγοι. Πρώτα χάθηκαν οι αδερφές μου, έτσι ξαφνικά. Μείναμε μόνοι, εγώ με τον αδερφό μου. Πάγωσε η κούτα, σαν το γάλα κι αυτή.  Έτσι ένα μεσημέρι, έφυγα κι εγώ.  Μια κοκκινομάλλα με τατουάζ  άπλωσε τα χέρια της μέσα στην κούτα κι εγώ έτρεξα πρώτος να την δαγκώσω για να μην πάρει τον αδερφό μου, μα εκείνη νόμιζε πως ήταν σημάδι..  πως την επέλεξα. Ναι, το Άβαταρ μου, τι  βλαμμένη;
    Το αγόρι θυμάμαι με φίλησε ανάμεσα στις καφετιές βούλες των ματιών μου, ο προδότης. Ο μπαμπάς του μετρούσε χρήματα. Η μητέρα ούτε που νοιάστηκε, δεν ήρθε καν να με χαιρετήσει. Μόνο το κλάμα του αδερφού μου θυμάμαι από εκείνη τη μέρα, το δικό του και το δικό μου που δε μπορέσαμε να αγκαλιαστούμε μια τελευταία φορά.
Όχι όχι..  αφήστε με να πάω στον αδερφό μου.. όχιιι

    Η τσιρίδα της κοκκινομάλλας με επανέφερε στην πραγματικότητα.  Συνήλθα από τον εφιάλτη της ζάλης και βρέθηκα σε έναν νέο, ζωντανό. Ήμουν στο πολύχρωμο δωμάτιο της. Με είχε ακινητοποιήσει.  Δεν  πρόλαβα να χωθώ κάτω από το κρεβάτι.  Με άρπαξε με τις χερούκλες  της  και με έσυρε από το σβέρκο μέχρι το Χωλ. Δε σταμάτησε να φωνάζει, ούτε που καταλάβαινα τι έλεγε. Μέχρι που έχωσε τη μουσούδα μου στο στρογγυλό πράσινο χαλί  στη μέση του δωματίου. Γνωστή η μυρωδιά, ανακατεύτηκα, ήταν φρέσκα τα κάτουρα μου.  Πίεζε το κεφάλι μου με όλη της τη δύναμη, άρχισα να παραπονιέμαι.  Εκείνη δε σταμάτησε. Έπρεπε να αποδράσω  αλλιώς θα έκανα εμετό. Με μια απότομη κίνηση του κεφαλιού μου δάγκωσα  δυο δάκτυλα της. Ούρλιαξε, μάτωσε.
     Έφυγα πάλι τρέχοντας. Αυτή τη φορά τα κατάφερα, κρύφτηκα κάτω από το κρεβάτι. Σκούπισα τη μύτη μου με τα πατουσάκια μου, μα η μυρωδιά από τα κάτουρα παρέμεινε ακόμα  μες τα ρουθούνια μου. Η ελεεινή. Τι την πείραξε; Αφού δεν είχε αφήσει άλλο χαλί μέσα στο σπίτι, που να τα ‘κανα; Στην εφημερίδα; Ολομόναχος;  Μόνο αν είχε ολοσέλιδο της Lady Gaga θα  τα έκανα εκεί, τσίσα και κακά μαζί.
    Έπειτα από ώρα έτεινε κοντά μου το δαγκωμένο της χέρι για να με τραβήξει από την κρυψώνα μου. Απομακρύνθηκα κι άλλο. Την άκουσα να μιλάει ήρεμα, σαν να μου ζητούσε να πάω κοντά της. Δεν ήθελα όμως, φοβόμουν. Εκείνη επέμεινε, δε φώναζε πια. Κι επαναλάμβανε τις ίδιες λέξεις, ξανά και ξανά. Κάποια στιγμή έφυγε, όταν επέστρεψε είχε δυο μπισκοτάκια στην παλάμη της. Τα άπλωσε προς το μέρος μου κι εγώ δεν αντιστάθηκα. Οι λιχουδιές είναι η αδυναμία μου.  Τα κατάπια αμάσητα. Η κοκκινομάλλα κρατούσε κι ένα τρίτο, όμως έπρεπε να βγω από την κρυψώνα μου για να το φτάσω. Δειλά- δειλά πήγα κοντά της. Με πήρε αγκαλιά και μου έδωσε το μπισκοτάκι στο στόμα. 
   Το βράδυ με άφησε σε ένα χνουδωτό τεράστιο μαξιλάρι κι έσβησε τα φώτα. Δεν ήθελα να κοιμηθώ μόνος, δεν ήξερα πώς γίνεται. Κλαψούρισα μήπως το καταλάβει. Η κοκκινομάλλα μάλλον νευρίασε. Άναψε το φως κι ήρθε βιαστικά από πάνω μου, νόμιζα πως θα με χτυπούσε. Αντιθέτως όμως με σήκωσε απαλά και με πήγε στο κρεβάτι της.  Ούτε  τώρα φώναξε, μόνο επαναλάμβανε τις ίδιες εκείνες λέξεις μέχρι που αποκοιμήθηκε. Τελικά δεν είναι και τόσο βλαμμένη, την είχα παρεξηγήσει. Αύριο θα κατουρήσω  στη εφημερίδα, μόνος, χωρίς τα αδέρφια μου. Θα τα καταφέρω! Ακούμπησα το λαιμό μου στο μπράτσο της και κοιμηθήκαμε μαζί.
«Λίο μου», αυτές είναι οι λέξεις που επαναλάμβανε και δε σταμάτησε για μια ζωή!   
                                                                                                       
Θ.Κ.                                            

Φθινοπωρινά Φύλλα

The Poet Acts - Philip Glass

Φθινοπώριασε. 
Ψάχνω κάτι να με ζεστάνει.
Ανοίγω ντουλάπες, συρτάρια, κομοδίνα. 
Δε βρίσκω τίποτα. 
Πετάω παλτό και πουλόβερ στο πάτωμα.
Δεν τα θέλω, δε μου χρειάζονται.
Στη σοφίτα ένα παράθυρο παλεύει με τον άνεμο.
Κρυώνω.
Ανάβω ένα μισοτελειωμένο κερί.
Ανεβαίνω ξυπόλυτος, τα σκαλιά παγωμένα.
Το κερί τρεμοπαίζει, δυο χρυσοχάλκινα φύλλα με προσπερνούν,
κάθονται επάνω σε εκείνο το παλιό μπαούλο.
Το ανοίγω.. κι άλλα φύλλα. Σκόρπια, κιτρινισμένα, όλα γραμμένα.
Διαβάζω το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο, δε σταματάω. Ποίηση!
Δική σου ποίηση.
Το κερί σβήνει, πλησιάζω το παράθυρο, διαβάζω ένα τελευταίο καθώς σουρουπώνει.
Μερικές ψιχάλες μου χαϊδεύουν το μέτωπο, μέσα μου καίω, αγκαλιάζω τα φύλλα και πέφτω στο υγρό χώμα.
Θ.Κ.



Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

ØΛΓΑ


Η Όλγα Μάντη γεννήθηκε στις 21 Ιουνίου 1922 σε ένα ορεινό χωριό στις νότιες ράχες του Παρνασσού, την Αράχωβα. Εφτά μηνών έγκυος η μητέρα της είχε πάει να προσκυνήσει στο εξωκλήσι του Αγ. Ζήνων, παραμονή των Αγ. Πάντων. Από θαύμα έζησε το μωρό είπε η μαμή. Όμως δεν ήταν το μόνο θαύμα για την μικρή κοινότητα. Τη μέρα εκείνη γεννήθηκαν τέσσερα ακόμα κορίτσια από το ίδιο χωριό. Η Αφροδίτη, Η Ζένια και οι δίδυμες Ιουλία και Ευγενία. Πέντε γέννες σε μια μόνο ημέρα.
Μεγαλώνοντας η μικρή Όλγα δεν έπαιζε με παιχνίδια, ούτε βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού σαν τα άλλα κορίτσια. Εξαφανιζόταν μόνη της για ώρες, έτρεχε στα χωράφια και στα στενά του χωριού. Πάντα γυρνούσε στο σπίτι με λερωμένα ή σκισμένα ρούχα κι έτρωγε ξυλιές από τη μητέρα της, η οποία την περίμενε με αγωνία κάθε φορά που σουρούπωνε. Μα εκείνη αντί να βάζει μυαλό έμπλεκε σε χειρότερες περιπέτειες, κόντρα στις απαγορεύσεις της μητέρας της. Ο πατέρας από την άλλη αδιαφορούσε «Παιδί είναι έλεγε. Που να πάει; Το πολύ - πολύ να φτάσει στ’ αλώνια και να γυρίσει πίσω». Μερικές φορές την έπαιρνε μαζί του στα χωράφια για να παίζει με το σκύλο και τον γάιδαρο. Ώσπου μια μέρα ο γάιδαρος την κλώτσησε στην κοιλιά με αποτέλεσμα να μελανιάσει και να πονάει για μέρες. Όταν έγινε καλά πήρε το βαζάκι με τις καρφίτσες, τις πέρασε μέσα από μπαλάκια ζύμης και μ’ ένα φυσοκάλαμο έκανε το ζώο να υποφέρει για ένα ολόκληρο απόγευμα. 
Είχε μόνο μια φίλη, την συνομήλικη της Αφροδίτη που έμενε στο διπλανό σπίτι. Κόρη της δασκάλας του χωριού. Η Αφροδίτη ήταν πάντα ντυμένη με καθαρά και όμορφα ρούχα, σε αντίθεση με τη Όλγα. Τα μακριά μαύρα της μαλλιά τα είχε πάντοτε λυτά για να τα φυσάει ο άνεμος. Μια φορά η Όλγα την παρέσυρε μαζί της μέχρι την Κάτω Βρύση. Μια στέρνα φτιαγμένη από πέτρα που κατέβαζε νερό από το ποτάμι. Εκείνο το απόγευμα επέστρεψαν και οι δυο μούσκεμα σαν βρεγμένες γάτες. Έσταζαν από το κεφάλι μέχρι τα ποδάρια. Από τότε η δασκάλα απαγόρευσε στην κόρη της να απομακρύνετε από την αυλή. Και η καημένη η Όλγα, με μισή καρδιά, καθόταν συχνά μαζί της μέσα στο σπίτι για να παίζουν όλα τα βαρετά κοριτσίστικα παιχνίδια. 
Πάντως ότι κι αν έκανε, όπου κι αν πήγαινε, πάντα επέστρεφε στο δωμάτιο της λίγο πριν νυχτώσει. Γιατί περισσότερο από τις περιπέτειες της και περισσότερα από κάθε τι στον κόσμο, η Όλγα Μάντη λάτρευε τον ύπνο και τα όνειρα της. Τα θεωρούσε μαγικά!
Το πρώτο όνειρο που είδε, ή μάλλον που θυμόταν αφού ξύπνησε, ήταν στα πέντε της χρόνια μια μέρα πριν ξεκινήσει το  σχολείο. Βρισκόταν σε ένα λιβάδι γεμάτο λουλούδια μέρα μεσημέρι με τον ήλιο να την ζεσταίνει και τις μυρωδιές να την ζαλίζουν. Στριφογύριζε ανέμελη με το λευκό της φορεματάκι και κυλιόταν πάνω σε γαρδένιες, ζουμπούλια, παπαρούνες κ κάθε λογής λουλούδι. Και ενώ όλα ήταν τόσο ήρεμα και  παραδεισένια,  ξαφνικά αναστατώθηκε επειδή δεν έβρισκε κοντά της ούτε ένα τριαντάφυλλο. Γύρισε σ’ όλο το λιβάδι. Έψαξε παντού. Και όσο έψαχνε τόσο συννέφιαζε, όμως μάταια. Στάθηκε για λίγο στη μέση του λιβαδιού, τρία φίδια την περικύκλωσαν απειλητικά. Τσίριξε δυνατά προς τον ουρανό. Τρία κόκκινα τριαντάφυλλα αναδύθηκαν τότε μπροστά από κάθε φίδι και πολύ γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν. Έκαναν χοντρούς κορμούς γεμάτους αγκάθια και δημιούργησαν ένα τοίχος προστασίας γύρω της. Αμέσως τα σύννεφα αραίωσαν, ο ήλιος φώτισε ξανά το τοπίο και η μικρή Όλγα χωρίς να διατρέχει πια κίνδυνο, πλησίασε την τριανταφυλλιά και έκοψε έναν από τους καρπούς της.
Όταν ξύπνησε ένιωθε χαρούμενη και γαλήνια. Έκλεισε ξανά τα μάτια  για να συνεχίσει το όνειρο, όμως δεν είχε άλλο ύπνο. Ωστόσο κάτι την έκανε να φαντάζεται ότι βρίσκεται ακόμα εκεί, στο λιβάδι. Ήταν η μυρωδιά από το τριαντάφυλλο. Δεν ήταν ιδέα της, μύριζε τριαντάφυλλο. Ήταν σίγουρη. Άρχισε να ρουθουνίζει έντονα, δεν χρειάστηκε να πάει μακριά. Ήταν ακριβώς κάτω από τη μύτη της, κάτω από το μαξιλάρι της. Ένα κομμένο κόκκινο τριαντάφυλλο.
Στο σχολείο ήταν η καλύτερη μαθήτρια και η πιο σκανδαλιάρα επίσης. Ήταν λες και μεταμορφωνόταν. Άλλη μέσα στην τάξη και άλλη στο προαύλιο του σχολείου. Το σχολείο ήταν διθέσιο. Μια δασκάλα,  η μητέρα της Αφροδίτης, είχε τις μικρές τάξεις και ένας δάσκαλος τις μεγαλύτερες. Στην ίδια χρονιά με την Όλγα ήταν η Αφροδίτη, τα υπόλοιπα τρία κορίτσια που γεννήθηκαν την ίδια μέρα με εκείνη και ένα μόνο αγόρι, ο Φίλιππος. Οι δίδυμες ήταν ίδιες σαν δυο σταγόνες νερό. Ξεχώριζαν μόνο από ένα μυριστικό σημάδι στο λαιμό της Ιουλίας. Η οποία είχε μια κακή συνήθεια, έφερνε πάντα σπίρτα στο σχολείο για να παίζει στα διαλλείματα. Μια φορά κόντεψε να βάλει φωτιά στην ποδιά της αδερφή της αλλά εκείνη δεν άρπαξε, ήταν μονίμως βρεγμένη. Την Ευγενία που την έχανες  που την έβρισκες στο πηγάδι της εκκλησίας καθόταν και τραβούσε νερό με τον κουβά. Η τρίτη η Ζένια ήταν συνήθως απορροφημένη στις σκέψεις της. Της μιλούσες και σε κοιτούσε σαν χαμένη όμως πάντα απαντούσε, έστω και μετά από μερικά λεπτά.
Την 1η χρονιά όλα κύλησαν ομαλά μεταξύ τους. Τα πέντε κορίτσια ήταν μια δεμένη ομάδα. Μαζί στο μάθημα, μαζί στα διαλείμματα, μαζί στις εκδηλώσεις του σχολείου, μαζί και στις ζαβολιές. Το πιο σύνηθες θύμα τους, ο καημένος ο Φίλιππος. Μια φορά του βάψανε το πρόσωπο με νερομπογιές «Θα σε κάνουμε αρχηγό μας!» του είχαν υποσχεθεί για να τον πείσουν. Έξαλλη έγινε η μάνα του, πήγε και στην δασκάλα να παραπονεθεί. Κι εκείνη έξαλλη με τη σειρά της τράβηξε πρώτα την Αφροδίτη από τ’ αφτί και μετά κατσάδιασε  της υπόλοιπες. Κι έτσι πέρασε η χρονιά με γνώσεις, με γέλια, χαρές και κλάματα.
Το καλοκαίρι τα κορίτσια συνέχισαν να συναντιούνται σχεδόν καθημερινά για να παίζουν τις Μικρές Μάγισσες. Η Όλγα είχε επινοήσει τον τίτλο. Καμιά φορά κρύβονταν στο δάσος και κυνηγούσαν υποτιθέμενους δράκους και άλλα τέρατα για να σώσουν το χωριό. Η Ζένια όμως ήταν αυτή που βαρέθηκε πρώτη τις φαντασίες της Όλγας και σταμάτησε να συμμετέχει στα παιχνίδια τους. Έπειτα ακολούθησαν οι δίδυμες και η ομάδα έσπασε. Η Όλγα είχε πια μόνο την Αφροδίτη να μοιράζετε τα μυστικά και το χρόνο της. Και μόνο σε εκείνη είπε για το μαγικό όνειρο που είδε τη μέρα των γενεθλίων τους.
«Ήταν πριγκίπισσα σε ένα παλάτι και γινόταν μια μεγάλη γιορτή προς τιμήν της. Πλούσιοι μαζεύτηκαν από όλο τον κόσμο προσφέροντας της δώρα. Διαμάντια, χρυσάφι, μαργαριτάρια και κάθε λογής αντικείμενο μεγάλης αξίας. Μα εκείνη δεν εντυπωσιάστηκε με τίποτα απ’ όλα αυτά. Μέχρι που την πλησίασε ένα αγόρι κρατώντας στο χέρι του ένα κλουβί που μέσα στεκόταν υπερήφανος ένας μεγάλος χρωματιστός παπαγάλος. Η Όλγα σηκώθηκε από τον θρόνο της και δέχθηκε ενθουσιασμένη το δώρο. Άνοιξε το κλουβί για τον ελευθερώσει. Το πουλί όμως δεν πέταξε μακριά, πήγε και κάθισε στον ώμο της. Πλησίασε το ράμφος του στ’ αφτί της και ψιθύρισε ‘Στις διαταγές σας Μεγαλειοτάτη’»
Ξύπνησε από το θόρυβο φτερουγίσματος, ο ίδιος ακριβώς παπαγάλος πετούσε από πάνω της κάνοντας κύκλους μέσα στο δωμάτιο. Τρόμαξε. Βιάστηκε κι άνοιξε αμέσως το παράθυρο. Το πανέμορφο πουλί χάθηκε ψηλά στον ουρανό….
«Δεν έπρεπε να τα’ ανοίξω...» είπε στη φίλη της, δακρυσμένη. Η Αφροδίτη πρώτη φορά έβλεπε την Όλγα να κλαίει. Αν και δεν την πίστεψε, της χάιδεψε τα μαλλιά και την παρηγόρησε λέγοντας της ότι μια μέρα θα πετάξουν κι αυτές να πάνε να το βρουν. «Θα περιμένουμε τον πιο δυνατό  άνεμο και θα τρέξουμε μέχρι να μας σηκώσει ψηλά» είπε.
Την επόμενη σχολική χρονιά οι σχέσεις μεταξύ των πέντε κοριτσιών άλλαξαν δραματικά από τη στιγμή που η Όλγα αποφάσισε ότι έπρεπε να σταματήσουν να πειράζουν τον Φίλιππο. Έπαιζε μαζί του στα διαλλείματα περισσότερο από ότι με εκείνες. Η Ζένια δεν τη δέχτηκε αυτή τη συμφιλίωση «Τα αγόρια με τα αγόρια και τα κορίτσια με τα κορίτσια» έλεγε στην Ιουλία και την Ευγενία και εκείνες συμφωνούσαν. Η Αφροδίτη δεν έπαιρνε θέση. Σιγά – σιγά η τάξη χωρίστηκε σε δυο στρατόπεδα. Από τη μια  η Όλγα, η Αφροδίτη και ο Φίλιππος και από την άλλη η Ζένια με τις δίδυμες.
Στις μεγάλες κόντρες στο προαύλιο του σχολείου αν είχαν μαγικά ραβδάκια θα τα χρησιμοποιούσαν για να εξοντώσουν η μια την άλλη. Για αρκετό καιρό όμως αρκέστηκαν στις πέτρες και τα χαλίκια. Και για να σταματήσουν έπρεπε να ανοίξει το κεφάλι του Φίλιππου. Πάλι εκείνος την πλήρωσε. Μια πληγή τον έλουσε με αίμα λίγους πόντους πιο πάνω από το δεξί του αφτί. Την επόμενη μέρα η Όλγα είχε ήδη καταστρώσει το σχέδιο εκδίκησης. Τρεις μαστίχες κολλημένες στα μαλλιά των τριών κοριτσιών. Αναγκάστηκαν να   κόψουν μια ολόκληρη  τούφα από τρίχες για να φύγουν οι μαστίχες από πάνω.   
Τιμωρήθηκαν και οι πέντε από τους γονείς τους  μετά από παράκληση των δασκάλων για συμμόρφωση των κοριτσιών. Όλες έμειναν κλεισμένες στο σπίτι για μια βδομάδα. Κάποιες ένιωσαν καλά το τι θα πει χαστούκι. Όταν πια επέστρεψαν στο σχολείο, μόνο το μίσος μπορούσες να διακρίνεις στα μάτια τους. Τις βιαιοπραγίες διαδέχτηκαν οι βωμολοχίες. Τα χρόνια πέρασαν, όμως το μίσος παρέμεινε.

- - - - - - -- - - - -- - -- - - -- -  -- - - - - - - - - -- - --

Πέντε χρόνια μετά

Εκείνο το πρωί η Όλγα δεν ξύπνησε καλά. Δεν θυμόταν καν το όνειρο της. Ετοιμάστηκε για το σχολείο, Έκτη δημοτικού πια, 11 χρονών κορίτσι. Όταν μπήκε στην αίθουσα ο Φίλιππος έκανε επίδειξη ένα επίχρυσο ρολόι τσέπης που του έκανε δώρο ο πατέρας του. Όλη η τάξη το κοιτούσε, μικροί και μεγάλοι. Εκείνος καμάρωνε. Ο δάσκαλος του είπε να το κρύψει στο σάκο του για να ξεκίνησε το μάθημα. Τα κορίτσια έφυγαν σ’ άλλη αίθουσα. Θα μάθαιναν να κεντάνε. Διάλεξε η καθεμία από ένα μαντίλι και χρώμα κλωστής. Η Όλγα διάλεξε ένα λευκό και κέντησε πάνω του με γαλάζια κλωστή τα αρχικά της, Ο.Μ.
Το μεσημέρι λίγο πριν το σχόλασμα, και ενώ τα κορίτσια κρατούσαν περήφανα τα μαντίλια στα χέρια τους, η φωνή του Φίλιππου «Το ρολόι μου. Έχασα το ρολόι μου», έφερε αναστάτωση στο σχολείο. Οι δυο δάσκαλοι απαγόρευσαν την έξοδο σε όλα τα παιδιά. Έψαξαν παντού, στις αίθουσες, στην αυλή ακόμα και στα πράγματα των μαθητών. Και το ρολόι βρέθηκε, μέσα στη τσέπη της μάλλινης ζακέτας της Όλγας. «Κλέφτρα» αναφώνησε αμέσως η Ζένια. Η Όλγα αρνήθηκε ότι το πήρε εκείνη, αλλά δεν μπορούσε να το αποδείξει. Δεν θα ξεχάσει ποτέ το βλέμμα του Φίλιππου όταν με δάκρυα ακόμα στα μάτια κράτησε και πάλι το λαμπερό ρολόι στα χέρια του. Μετά από ένα δεκάλεπτο κήρυγμα των δασκάλων έφυγε μόνη για το σπίτι. Ούτε καν η Αφροδίτη δεν την περίμενε. Ήταν σίγουρη πως οι τρεις κάριες η Ζενια, η Ευγενία και η Ιουλία είχαν οργανώσει αυτή την πλεκτάνη.
Δεν είχε ξανανιώσει ποτέ της τόση ντροπή. Κλείστηκε στο δωμάτιο και ξέσπασε στα ρούχα και τα σεντόνια της γεμάτη οργή. Ήθελα να τους εκδικηθεί όλους. Κάλυψε το πρόσωπο της με το μαντίλι που είχε ράψει το πρωί.  Έκλαψε πάνω στο ανάστατο κρεβάτι της μέχρι που αποκοιμήθηκε. Στο όνειρο της είδε ότι ανέβαινε σκαλοπάτια. Τρακόσια οχτώ σκαλοπάτια, τα μέτρησε ένα – ένα. Ήταν νύχτα και φυσούσε πολύ. Στη κορυφή υπήρχε ένα εκκλησάκι. Το μέρος που γεννήθηκε. Μια μαυροφόρα την περίμενε στο εσωτερικό του. Ο αέρας δεν την ενοχλούσε πια μέσα στο φωτισμένο από κεριά εκκλησάκι. Η άγνωστη γυναίκα της μίλησε στοργικά και παρήγορα. Την αγκάλιασε και της είπε ότι ξέρει πως είναι αθώα, να πάψει να σκέφτεται την εκδίκηση και να περιμένει το χρόνο να τα απαλύνει όλα. Της υποσχέθηκε ότι στα δέκατα όγδοα γενέθλια της  θα αποκτήσει μια υπέρτατη δύναμη. Δεν της εξήγησε το πως ούτε το γιατί και μετά εξαφανίστηκε. Η Όλγα έφυγε ήρεμη από μέσα. Ο αέρας έξω δεν την ενοχλούσε πια και ας της ανακάτευε αγριεμένος τα μαλλιά. Άνοιξε την παλάμη της, ξεδίπλωσε το μαντίλι που τόση ώρα κρατούσε σφιχτά και ξάφνου ο αέρας της το άρπαξε, το πήρε ψηλά στο σκοτεινιασμένο ουρανό.
Ξύπνησε για ακόμη μια φόρα γαληνεμένη. Αναζήτησε το μαντίλι της. Δεν το βρήκε πουθενά αλλά δεν την πείραξε. Χάθηκε στο Όνειρο, σκέφτηκε. Δεν ξαναπήγε σχολείο. Δεν τελείωσε ποτέ το δημοτικό. Όσο μεγάλωνε διάβαζε από μόνη της βιβλία, απέκτησε γνώσεις για τον κόσμο και για άλλα πολλά. Με τον Φίλιππο ξαναμίλησε μετά από δυο χρόνια, εκείνος της ζήτησε συγνώμη. Κι εκείνη τον συγχώρεσε, όπως και την Αφροδίτη. Δεν μπορούσε να της κρατήσει κακία, ήταν η παιδική της φίλη και την αγαπούσε. Όσο για τις υπόλοιπες τρεις συμμαθήτριες της.. απλά περίμενε το χρόνο να περάσει και θα φρόντιζε να πάρουν ξανά το μάθημα τους.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------

Στις 21 Ιουνίου 1940, στα δέκατα όγδοα γενέθλια της έμεινε ξύπνια παρακολουθώντας τον ήλιο να δύει κατακόκκινος πίσω από τα βουνό. Μια τόσο μεγάλη μέρα, η μεγαλύτερη όλου του χρόνου, περίμενε να γίνει.. τι θα γινόταν; Ούτε η ίδια δεν ήξερε τι θα συνέβαινε. Τι να εννοούσε η μαυροντυμένη γυναίκα σε εκείνο το όνειρο πριν χρόνια; Ωστόσο, ήξερε βαθιά μέσα της πως ότι κι αν επρόκειτο να συμβεί θα το μάθαινε το βράδυ και όχι τη μέρα, στον ύπνο της. Κι έτσι λοιπόν κοιμήθηκε μόλις χάθηκε και η τελευταία ακτίνα φωτός.
 Στο όνειρό της βρέθηκε και πάλι στο ίδιο μέρος, στο εξωκλήσι του Αγ. Ζήνων. Ήταν πρωί, ένα ζεστό ηλιόλουστο πρωινό. Η ίδια γυναίκα την περίμενε στο προαύλιο φορώντας λευκά αυτή τη φορά. Την αγκάλιασε πάλι θερμά, είχαν σχεδόν το ίδιο ύψος τώρα. Της εξήγησε για τη μέρα που γεννήθηκε, 21 Ιουνίου, τη μέρα του Θερινού ηλιοστάσιου. Ημέρα γιορτής της γυναικείας μαγείας. Τέσσερα κορίτσια, είχε προγραμματιστεί να γεννηθούν εκείνη τη μέρα του 1922 στους ορεινούς αυτούς τόπους, για να πάρουν από μια δύναμη και να τη χρησιμοποιήσουν σε τόλμη και σοφία για να προστατέψουν τον Ναό του Απόλλωνα, το Μαντείο τον Δελφών, από πιθανές εχθρικές προσπελάσεις λόγω του πολέμου που προμηνυόταν. Εσύ όμως ήρθες απρόσμενα, βιάστηκες να γεννηθείς, και η μητέρα Όλων αποφάσισε να σου χαρίσει κι εσένα μια πέμπτη δύναμη. Μια δύναμη που σε συνοδεύει όλα αυτά τα χρόνια. Σταμάτησε να μιλάει και ύψωσε ανάμεσα τους ένα πήλινο αγγείο. «Βάλε το χέρι σου μέσα και πάρε την.» την πρόσταξε. Η Όλγα έκανε όπως της είπε και από τον πάτο του αγγείου τράβηξε ένα μαντίλι. Εκείνο με τα αρχικά της επάνω, εκείνο που είχε παρασύρει ο άνεμος.  «Όταν ξυπνήσεις θα καταλάβεις. Μην το χάσεις ποτέ.» είπε η γυναίκα και εξαφανίστηκε από μπροστά της.
Η Όλγα ξύπνησε απότομα. Ήταν ακόμα νύχτα. Διέκρινε μέσα στο σκοτάδι το λευκό της μαντίλι να πέφτει αργά σαν πούπουλο από το ταβάνι. Άπλωσε το χέρι της και το άρπαξε. Τότε ένιωσε τη δύναμη! Αναμνήσεις πέρασαν μπροστά από τα μάτια της, όχι της ζωή της αλλά των ονείρων της. Μόνο αυτά δεν την απογοήτευσαν ποτέ και μόνο σ’ αυτά θα ήταν πάντα πιο δυνατή. Έκλεισε τα μάτια και επέστρεψε ξανά στο μαγικό κόσμο τους. Πλέον μπορούσε να ελέγχει το όνειρο καθενός και για κάποιες τα όνειρα μετατράπηκαν σε εφιάλτες.

«Καληνύχτα, όνειρα γλυκά και ανήσυχα!»



Το βραβευμένο στα e-awards 2012, ΔΗΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ.
Περιέχει το διήγημα μου "Όλγα"



ΓΑΜΗΛΙΑ ΔΕΞΙΩΣΗ



Σήκωσα την πένα για να γράψω στην ευχετήρια κάρτα. Το χέρι μου έτρεμε. Στο μυαλό μου έρχονταν κατάρες παρά ευχές. Τι το ήθελα και δέχθηκα να πάω σ' αυτόν τον γάμο; Το τηλέφωνο χτύπησε. Ήταν πλέον αργά, δε μπορούσα να αλλάξω γνώμη. Ο Πέτρος με περίμενε στο αμάξι. Έγραψα βιαστικά το όνομα μου στην κάρτα και την πέταξα μέσα στη τσάντα με το δώρο. Το είδωλο μου στον καθρέπτη λαμπίριζε.
Ο Πέτρος ήταν ζωγράφος. Τελευταίο του μοντέλο, εγώ. Πίσω από τον καμβά του βρισκόταν όταν μου το ξεστόμισε "Έχω να πάω σε ένα γάμο το Σαββάτο, θα με συνοδεύσεις;". Οι γάμοι και οι δεξιώσεις τα καλύτερα μου, όταν μάλιστα είδα τη φωτογραφία του ζευγαριού δέχθηκα αμέσως. Τώρα όμως ένας κόμπος έδενε το στομάχι μου. Στη διαδρομή μου μιλούσε για εκείνη. Τη νύφη. Δέκα χρόνια τη γνώριζε. Φίλη του από τη σχολή καλών τεχνών. Πρώην συντηρήτρια έργων τέχνης και νυν διακοσμήτρια επαγγελματικών χώρων. Δική της μάλλον η επιλογή του κτήματος για το γάμο. Το μουσείο Νάσιουτζικ.
Φτάσαμε στο εκκλησάκι πάνω στο λόφο ενώ σουρούπωνε. Η τελετή είχε ήδη ξεκινήσει. Το πλήθος των καλεσμένων μας εμπόδιζε να δούμε τους νεόνυμφους. Η μικρή αυλή και τα πεύκα ολόγυρα δεν ευνοούσαν την κατάσταση. Σταθήκαμε στο μονοπάτι από πλακόστρωτα καλντερίμια και καπνίσαμε ένα τσιγάρο. Μετά τη λήξη της λειτουργίας κατηφορίσαμε στο χώρο της δεξίωσης. Σε ένα παραμυθένιο κήπο μας περίμεναν δυο παγωμένα ποτήρια σαμπάνια και ο απαλός ήχος από ένα νεαρό βιολιστή πλάι στο φωτισμένο πλάτανο . Κράτησα το μπράτσο του Πέτρου και κατευθυνθήκαμε στην είσοδο του μουσείου. Πέτρινοι τοίχοι, ξύλινα ταβάνια, τζάκια, χαλιά ανατολής, μια ολόκληρη συλλογή από αντίκες, εκκλησιαστικά είδη προηγούμενων αιώνων και βυζαντινές εικόνες. Περάσαμε από δωμάτιο σε δωμάτιο μέχρι που καταλήξαμε στον κήπο με τα στολισμένα λευκά τραπέζια.
Εμείς και έξι αδιάφοροι στο ίδιο τραπέζι. Ευτυχώς το κρασί ήρθε νωρίς. Και μετά το κρασί, το ζευγάρι. Κατέβηκαν από ένα καταπράσινο λόφο, με τους προβολείς να τους κυκλώνουν και πυροτεχνήματα να φωτίζουν τον ουρανό στο ύψωμα πιο πίσω τους. Ανατρίχιασα. Μετά από έναν ολόκληρο χρόνο τον ξαναέβλεπα. Πανέμορφος! Ψηλός, ξανθός, γεροδεμένος. Για τρία χρόνια ήμουν η ερωμένη του. Η παράνομη. Το ήξερα, δε με ένοιαζε. Τέτοιο κρεβάτι δε μου έκανε κανένας άλλος. Γούσταρε κι εκείνος, μέχρι που τον έπιασε η κρίση. Τύψεις, φοβίες, οικογένεια. Μου είπε ότι θα παντρευτεί και με παράτησε. Ήρθε μόνο να με δει μετά την εγχείρηση, ήπιε ένα ουίσκι και έφυγε βιαστικός. Τελικά την παντρεύτηκε. Και να τος τώρα καμαρωτός, χορεύει το τραγούδι τους.
"Κι άλλο κρασί, παρακαλώ."
Ήθελα να πάω να τους χωρίσω. Να τα φωνάξω όλα, να γίνουν αποκαλύψεις και να πέσουν οι μάσκες με τα χαμόγελα. Συγκρατήθηκα όμως. Έμεινα ήσυχη στην καρέκλα μου με τον Πέτρο να μου μιλάει για τους πίνακες του. Δεν γνώριζε τίποτα. Δεν ήξερε ότι κουβάλησε μαζί του μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί. Η ώρα πέρασε. Πιάτα και ποτήρια γέμισαν και άδειασαν ξανά. Τα μάτια μου δεν τον άφησαν στιγμή. Και να που πλησίαζε, μαζί μ' αυτήν και την κάμερα να τους ακολουθεί. Έβγαλα το ζακετάκι αποκαλύπτοντας τη μαυρισμένη πλάτη μου, σηκώθηκα όρθια και έδωσα το χέρι μου. "Να ζήσετε!" είπα και συστήθηκα "Τόνια, φίλη του Πέτρου." Κοκκίνισε, τα έχασε. Δεν περίμενε να με δει στο γάμο του. "Να βγούμε μια φωτογραφία φώναξα". Κόλλησα δίπλα του ενώ ο Πέτρος πήρε αγκαλιά τη νύφη. Φλας! Και η βόμβα ενεργοποιήθηκε. "Δε φοράω εσώρουχο" του ψιθύρισα στ' αφτί. Φυσικά δεν πήρα απάντηση, μόνο ένα παγερό βλέμμα.
Η βραδιά συνεχίστηκε με χορούς, φωνές, γέλια και ακόμα περισσότερο κρασί. Εκείνος έκανε σαν να μην υπήρχα. Δε γύρισε το βλέμμα του ούτε μια στιγμή. Ήθελα να εξαφανιστώ από εκείνο το κτήμα. Θλιμμένες οι σκέψεις μου, θλιμμένος και ο επόμενος χορός. Ταγκό.
Ένας όμορφος μελαχρινός άντρας στο διπλανό τραπέζι σηκώθηκε και κούνησε τα χέρια του στο ρυθμό της μελωδίας, κάνοντας την παρέα του να γελάσει.
"Χορεύετε;" φώναξα.
"Τώρα ή γενικά;" ρώτησε.
Άπλωσα με χάρη το δεξί χέρι ανοίγοντας την παλάμη μου προς το μέρος του. Μου έκλεισε το μάτι. Δεν κατάλαβα για πότε βρεθήκαμε στην πίστα. Ήξερε να χορεύει, ήξερα να εντυπωσιάζω. Μαγνητισμένα βλέμματα μας περικύκλωσαν. Ακολούθησαν και άλλοι γύρω μας. Εκείνος σηκώθηκε από το νυφικό τραπέζι, με κάρφωσε με τα μάτια του. Κινήθηκε ανάμεσα στα τραπέζια μέχρι που έστριψε προς το μουσείο. Παράτησα τον καβαλιέρο μου και τον ακολούθησα.
Κατέβηκε τα ξύλινα σκαλοπάτια. Με περίμενε στο μισοσκόταδο ενός υπόγειου δωματίου. Τον αγκάλιασα.
"Μου έλειψες" είπα
"Γιατί ήρθες;" είπε ανάμεσα στα φιλιά μας.
Δεν απάντησα. Δεν είχα λόγια, ήθελα μόνο να τον απολαύσω. Το κορμί του τόσο σφιχτό, σαν άγαλμα. Όπου κι αν τον έπιανα λες και άγγιζα μάρμαρο. Ένιωσα τη στύση του. Γονάτισε. Ανέβασε το μακρύ σατέν φόρεμα μου αργά, χαϊδεύοντας τις γάμπες μου. Με κόλλησε στον πέτρινο τοίχο, έβαλε το χέρι του ανάμεσα στα σκέλια μου. Με χάιδεψε εκεί που δεν είχε ακουμπήσει ποτέ πριν τα δάχτυλα του. Σταμάτησε απότομα. Με κοίταξε μετανιωμένος.. ίσως απογοητευμένος.
"Τι κάνω;" ψέλλισε και απομακρύνθηκε.
"Θάνο, μείνε λίγο ακόμα.." δάκρυσα.
Έμεινα μόνη να σκέφτομαι ότι αν δεν είχα κάνει την εγχείρηση ίσως να γινόμασταν ξανά εραστές. Ήλπιζα πολύ σ' αυτό, μάταια όμως. Πικρή χαρά, αλλά αν δεν ήμουν αυτή που είμαι δε θα τον είχα γνωρίσει ποτέ. Τι να πω; Άντρες.. ήμουν κάποτε στη δική τους πλευρά. Κανείς δε μπορεί να τους καταλάβει, κι ας λένε αυτοί για εμάς.
"Καλά στερνά!" αυτό έπρεπε να γράψω στην κάρτα.



Artmag.gr (Έπαινος)



Η Βασίλισσα της Κεκροπίας



Μια Βασίλισσα δεν πετάει ποτέ σε δεύτερη θέση..

Διαβάστε το ΕΔΩ