Σελίδες

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Ακάλεστη


Beginners

Δεν την κάλεσα εγώ, μόνη της ήρθε.
Ούτε καν χτύπησε την πόρτα.
Στρογγυλοκάθισε στη θέση μου,
δεν έχω τρόπο να τη διώξω.

"Ωραίο πάρτι!" ακούω μια φωνή.

Παίρνεις το ποτήρι με το μαύρο ρούμι από τα χέρια μου,
το πίνεις μονορούφι.
"Ουπς τελείωσε... τώρα πρέπει να πιεις το δικό μου."
γελάς μεθυσμένα

Σε κοιτάζω αμίλητα, μένεις σιωπηλή.
Σε ένα μπλοκάκι μου γράφεις:
Βλέπω τη θλίψη στα μάτια σου

"Δεν την κάλεσα εγώ.." απαντώ.

Θ.Κ.


Beginners


Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Σκοτεινό δωμάτιο - 1η Νύχτα


‘Έτοιμο το δωμάτιο σου!’ είπε η Σοφία στον γιο της.

Οι δυο τους μόλις είχαν εγκατασταθεί στο νέο τους σπίτι, μια δυόροφη μεζονέτα με κήπο κάπου στο Καμάρι της  Καλύμνου. Ήταν τελευταία βραδιά του Αυγούστου. Είχαν ήδη κλείσει ένα δωδεκάωρο στο νησί. Η Σοφία ήταν δασκάλα, η ίδια είχε αιτηθεί αυτή τη μετάθεση. Φλέρταρε με την ιδέα να ζήσει για πάντα εκεί, σε αντίθεση με τον δεκάχρονο Πέτρο που ακόμα της κράταγε μούτρα.
Του είχε πάρει καιρό να ξεπεράσει το θάνατο του πατέρα, πάνε σχεδόν πέντε χρόνια. Τις τελευταίες μέρες δεν πολυμιλούσε. Σκεφτόταν τους φίλους του που άφησε πίσω στην πόλη και αναρωτιόταν για όσα θα ακολουθούσαν. Πάλι από την αρχή, πάλι να γνωρίσει νέα παιδιά, πάλι νέους φίλους. Όλα αυτά βασάνιζαν το μυαλό του. Υπομονή, ένα δεκαήμερο είχε απομείνει για το άνοιγμα των σχολείων, σκέφτηκε λες και αυτό θα έλυνε τα όποια προβλήματα.

‘Πώς σου φαίνεται;’
Ο Πέτρος κοίταξε το δωμάτιο του ολόγυρα. Του άρεσε, αν και όλα τα έπιπλα ήταν από το παλιό σπίτι. Μόνο η διακόσμηση είχε αλλάξει και οι καινούριες πράσινες κουρτίνες.
‘Λοιπόν; Σ’ αρέσει;’
‘Καλό είναι. Δε διαφέρει και πολύ από το προηγούμενο.’ είπε αδιάφορα. 
Η μητέρα του τον πλησίασε, τον έπιασε από τους ώμους και γονάτισε πίσω του. Κοίταξαν μαζί ξανά  το δωμάτιο.
‘Αύριο θα πάμε να πάρουμε μια μεγάλη αφίσα, να γεμίσουμε τον άδειο τοίχο πάνω από το κρεβάτι σου. Τι λες;’
    ‘Ναι αμέ!’ απάντησε ενθουσιασμένος.
‘Ωραία. Ετοιμάσου τώρα για ύπνο, για να είσαι ξεκούραστος το πρωί’
Ο Πέτρος φόρεσε ένα κοντό παντελονάκι, τράβηξε το σεντόνι μέχρι το στήθος και ξάπλωσε στο ημίδιπλο κρεβάτι του.
‘Δεν σε πειράζει που θα κοιμηθείς μόνος σου απόψε, ε;’
‘Καληνύχτα μαμά.’ απάντησε ελαφρά ενοχλημένος.
‘Καληνύχτα μικρέ.’
‘Το φωτάκι.’ φώναξε.
Ο Πέτρος δεν μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς ελάχιστο έστω φως στο δωμάτιο. Η Σοφία άφησε την πόρτα ανοιχτή και   του  είπε να περιμένει. Πήγε στο σαλόνι που ήταν γεμάτο κουτιά, έψαξε για το μικρό φωτιστικό. Δεν άργησε να το βρει, πλάι του υπήρχε ένα αντικείμενο τυλιγμένο σε μαντήλι.
Το ξεδίπλωσε και φανερώθηκε από μέσα ένα μικρό μεταλλικό αγαλματάκι, ήταν ομοίωμα ενός διάβολο-μωρού.  Είχε μεγάλο κεφάλι, ορθάνοιχτα αθώα μάτια και ανέκφραστα χείλη. Το σώμα ήταν μικρού παιδιού σε εμβρυακή στάση με μια τοξωτή ουρά να κρύβεται κάτω από τα σκέλια. Γύρο από το λαιμό του ήταν περασμένος ένας ασημένιος σταυρός.
‘Μααα…’ φώναξε από το δωμάτιο ο μικρός.
Η Σοφία επέστρεψε αμέσως στο υπνοδωμάτιο, έβαλε το λαμπάκι στην πρίζα απέναντι από το κρεβάτι του αγοριού. Ύστερα κάθισε πλάι του στο κρεβάτι.
‘Σου έχω μία έκπληξη.’ είπε και του φανέρωσε χωρίς καθυστέρηση το αγαλματάκι.
‘Ωωω…τέλειο!’ έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα ‘Της γιαγιάς δεν είναι;’
‘Ναι, το θυμάσαι; Όταν ήσουν μωρό έκλαιγες για να στο δώσουμε. Χάζευες μπροστά του για ώρα, αλλά που να σ’ αφήσει η κυρά Όλγα να το πιάσεις. Ο Θεός  να την συγχωρέσει.’
‘Και τώρα που πέθανε της το πήρες;’
‘Όλοι πήραμε από κάτι. Μητέρα μας ήταν, να την θυμόμαστε… Λοιπόν τέρμα οι κουβέντες.’
Πήρε το αγαλματάκι και το τοποθέτησε στο ράφι με τις πλαστικές φιγούρες υπερηρώων. Ξετύλιξε την αλυσίδα με τον σταυρό για να την φόρεσε στον λαιμό του γιου της.
‘Φόρα τον συνέχεια για να σε φιλάει, θέλω να προσέχεις ότι κι αν κάνεις.’ είπε  χαϊδεύντας του το μέτωπο.
‘Θα προσέχω.’ της φίλησε το χέρι.
‘Θα δεις. Θα περάσουμε καλά εδώ πέρα.’ του χαμογέλασε πριν βγει από το δωμάτιο..
Ο Πέτρος έμεινε μόνος στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Άγγιξε τον σταυρό που μόλις του φόρεσε η μητέρα του. Τον περιεργάστηκε. Στο κάτω μέρος του είχε κάτι που ξεχώριζε, μια μικροσκοπική βίδα. Την στριφογύρισε αργά και κάποια στιγμή του έμεινε στα δάκτυλα. Ήταν όμως τόσο μικρή που γλίστρησε και έπεσε στο πάτωμα.
Από το θόρυβο που έκανε καθώς μεταπηδούσε στο παρκέ ήξερε περίπου που να την ψάξει, με τα δυο του χέρια ψαχούλευε το ξύλινο πάτωμα σκυμμένος από το κρεβάτι. Δεν την έβρισκε όμως. Και καθώς συνέχισε να ψάχνει του φάνηκε πως είδε την κουρτίνα της μπαλκονόπορτας να κουνιέται.
Σταμάτησε, έμεινε ακίνητος να την κοιτάζει. Ήταν σίγουρος, η κουρτίνα κουνιόταν σαν να την φύσαγε ο αέρας. Σηκώθηκε χωρίς να ανάψει το φως και πήγε να ελέγξει τη τζαμαρία. Τράβηξε την κουρτίνα, ακούμπησε το τζάμι. Ήταν κλειστό και αμπαρωμένο.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή άκουσε πίσω του βήματα σαν κάποιος να βάδιζε βιαστικά. Έτρεξε αμέσως στο κρεβάτι του, τράβηξε το σεντόνι και σκεπάστηκε ολόκληρος. Ένιωθε ασφάλεια κάτω από αυτό, πάντοτε πίστευε ότι το σεντόνι τον προστάτευε. Πως τίποτα δε θα του έκανε κακό, αν και μόνο αν, βρισκόταν κάτω από τα σκεπάσματα.
Επικράτησε ησυχία το επόμενο λεπτό. Ξαφνικά οι μινιατούρες από το ράφι άρχισαν να πέφτουν μια – μια στο πάτωμα.
‘Πέτροοο’ ακούστηκε μακρόσυρτα και σιγανά από μια άγνωστη φωνή.
‘Πέτρο.’ είπε δεύτερη φορά η ίδια φωνή, κοφτά και σχεδόν δίπλα στο αφτί του.
Το καημένο το αγόρι κόντευε να κατουρηθεί επάνω του από τον φόβο. Είχε τυλίξει όλο το σεντόνι γύρω από το κορμί του, ούτε ο αέρας δεν περνούσε πια μέσα.
Κι ενώ ευχόταν όλα αυτά να τελειώσουν σαν να ‘ταν εφιάλτης που θα τον ξυπνούσε, κάποιος του τράβηξε το σεντόνι και τον ξεσκέπασε. Ο Πέτρος άρχισε να ουρλιάζει υστερικά. Η μητέρα του πανικοβλήθηκε κι έτρεξε αμέσως, μπήκε στο δωμάτιο, άναψε τα φώτα και βρήκε τον γιο της λιπόθυμο στο κρεβάτι. Το δωμάτιο ήτανε ανάστατο. Ότι υπήρχε πάνω στο ράφι βρισκότανε κάτω στο πάτωμα. Όλα, εκτός από το μικρό αγαλματάκι.

............................



Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Θεωρίες Συνωμοσίας: ΠΤΗΣΗ 230



Ώρα 23:02, ημέρα Τετάρτη 13 Απριλίου. Ο άνεμος είχε κοπάσει από το απόγευμα, λίγο μετά το χαλάζι. Οι επιβάτες της πτήσης 230 από Βουδαπέστη προς Αθήνα περνούσαν ένας μετά τον άλλο στον διάδρομο που κατέληγε στην είσοδο του μικρού αεροπλάνου. Τους  υποδέχθηκε με χαμόγελο η ξανθιά αεροσυνοδός ευχόμενη ένα καλό ταξίδι σε όλους.  
Ο νεαρός άντρας κοίταξε το εισιτήριο του, 19F.  Τα καθίσματα ήταν τρία σε κάθε πλευρά δεξιά και αριστερά. Προσπέρασε τις πρώτες σειρές δίχως να ρίξει ματιά στα νούμερα. Κάπου στη μέση κοντοστάθηκε, κάποιος τον εμπόδιζε να περάσει. Ήταν ένας μελαχρινός άντρας με μούσι που ανέβαζε τον σάκο του στο ντουλάπι αποσκευών πριν καθίσει στη θέση του, 8A. Έπειτα προχώρησε προς το βάθος, δέχθηκε ένα δεύτερο χαμόγελο από την κοκκινομάλλα αεροσυνοδό και συνέχισε την πορεία του. Μετρούσε μια – μια τις σειρές συγχρονίζοντας το μέτρημα με τα βήματα του λες και δεν ήταν αριθμημένες με μεγάλα μαύρα γράμματα. Στη σειρά 15 σταμάτησε και κοίταξε πάλι το εισιτήριο του. Η γιαπωνέζα  επιβάτης στη θέση 15F τον κάρφωσε με τα μια πλάγια ματιά, το ίδιο κι εκείνος. Το ενοχλητικό γέλιο μιας νεανικής παρέας στα δεξιά του απέσπασε την προσοχή. Προχώρησε χωρίς άλλη καθυστέρηση στις πιο πίσω θέσεις. Η τρίτη μελαχρινή αεροσυνοδός του χαμογέλασε όπως και οι προηγούμενες δυο, η παρουσία της μπροστά του τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως είχε φτάσει στο τέρμα του διαδρόμου. Η 19F βρισκόταν στην τελευταία αριστερή σειρά καθισμάτων.
Ώρα 23:15. Μικρές οθόνες άνοιξαν από ψηλά,  εμπρός από τα καθίσματα των επιβατών δείχνοντας σε video τις απαραίτητες πληροφορίες ασφάλειας που έπρεπε να γνωρίζουν. Το αεροπλάνο άρχισε να κινείται, οι τρεις αεροσυνοδοί έλεγξαν τους πάντες αν έχουν δέσει τις ζώνες τους. Έπειτα ακούστηκε από το μεγάφωνο  το μήνυμα υποδοχής και οι ευχές για μια καλή πτήση στα Ουγγρικά και στα Ελληνικά.  Τα φώτα έσβησαν. Απογείωση.
Κάποιοι κοιμόντουσαν ήδη στη βραδινή αυτή πτήση. Άλλοι απλά χαλάρωναν στα αναπαυτικά καθίσματα τους. Κάποιοι άλλοι όμως δεν σταμάτησαν ούτε στιγμή να ψιθυρίζουν από τη ώρα που κάθισαν στις θέσεις τους. Ο Μιχάλης, η Κική και η Γωγώ. Θέσεις 15A, 15B, 15C. Σχολίαζαν το ελληνικό μήνυμα που ακούστηκε προ ολίγου από το μεγάφωνο, λόγω κακής προφοράς και λάθους τονισμού των λέξεων.
‘Καλώς ηρθάτε στο άεροπλανο μας!’ μιμούταν ο Μιχάλης τη φωνή και χασκογελούσαν οι τρεις μαζί.
‘Και η καθηγήτρια μας έτσι μιλούσε στην αρχή τα ελληνικά’ είπε η Γωγώ.
‘ «Εγκώ μάθει Χαγκάρικα έσενα» μου είχε πει την πρώτη μέρα και έτρεχα στη μαμά κλαίγοντας  γιατί νόμιζα ότι ήταν ρομπότ’ είπε γελώντας η Κική.
Ένας ηλικιωμένος από πίσω τους έκανε παρατήρηση να σωπάσουν. Εκείνοι υπάκουσαν, όμως δεν άντεξαν για πολύ να παραμείνουν μουγκοί.  Ο Μιχάλης σήκωσε το κεφάλι του ψηλά, κοίταξε προς τα πίσω. Το επανέλαβε άλλες δυο φορές.
‘Τι έπαθες;’ ρώτησε η Γωγώ χαμηλόφωνα.
‘Κάποιος έχει αναμμένο το φωτάκι στο προσκέφαλο του. Τελευταία σειρά αριστερά’ ψιθύρισε. Τα κορίτσια γύρισαν δίχως δεύτερη σκέψη.
‘Α, αυτός με το ξυρισμένο κεφάλι, τον είδα πριν. Ωραίος είναι!’ είπε η Κική ‘Κανείς δεν κάθεται δίπλα του. Μήπως θέλει παρέα, να πάω;’ έκανε ναζιάρικα.
‘Καλά μη χαίρεσαι, έχει άλλη σειρά. Η γιαπωνέζα στα δεξιά μας του έκανε ματάκια πριν.’ είπε η Γωγώ. Οι άλλοι δυο έστριψαν τα κεφάλια για να την κοιτάξουν. Η γιαπωνέζα άπλωσε εκείνη τη στιγμή το χέρι της και άναψε τη δική της λυχνία. Το πρόσωπό της φωτίστηκε, έδειχνε ανήσυχη . Οι τρεις τους γύρισαν αστραπιαία τα βλέμματα προς το παράθυρο τους.
 ‘Έχω την εντύπωση ότι αυτός ο καραφλός, πριν που έψαχνε τη θέση του, μίλησε με τον Άραβα που κάθετε πιο μπροστά μας.’
‘Ποιον Άραβα.. τον μελαχρινό με τα μούσια λες; Που έκανε φασαρία για τη θέση του;’ είπε η Γωγώ και οι τρεις ανασήκωσαν τα κορμιά τους. ‘Να τος εκεί. Παρατηρήσατε κάτι; Κάθετε.. κάθετε, δηλαδή και οι τρεις κάθονται..’
‘..δίπλα σε Παράθυρο.’ αναφώνησαν ταυτόχρονα.
‘Τυχαίο;’ ρώτησε ο Μιχάλης, όμως δεν περίμενε απάντηση.
‘Να σας πω κάτι..’ δίστασε για λίγο η Γωγώ ‘.. η γιαπωνέζα άφησε αναμμένο το κινητό της μέσα σε χαρτοφύλακα πάνω στο ντουλάπι. Την παρατήρησα πριν που τον ανέβαζε και ξέχασα να σας το πω.’
Έσφιξαν τις παλάμες τους φοβισμένοι. Οι χειρότερες εικόνες πέρασαν από το μυαλό τους. Το αεροπλάνο να πέφτει και να συνθλίβεται, να γίνεται αεροπειρατεία με προορισμό τη Συρία και να τους κρατάνε όμηρους, να ανατινάζεται το αεροσκάφος στον αέρα από κρυμμένα εκρηκτικά και άλλα πολλά. 
‘Δε θέλω να πεθάνω τόσο νέα.’ έσπασε τη σιωπή η Γωγώ.
Τα φώτα άναψαν σε όλο το διάδρομο. Ήταν μια μικρή ανακούφιση και για τους τρεις. Οι αεροσυνοδοί κυλούσαν τα καρότσια και μοίραζαν σάντουιτς με χυμό και νερό στους επιβάτες.
«Κρέας ή Τυρί» ρώτησε στα αγγλικά.
Both’ απάντησε στην αεροσυνοδό ο Μιχάλης κι εκείνη του έδωσε ένα σάντουιτς μόνο με σαλάμι. ‘Μα καλά, μισοφτιαγμένο σάντουιτς θα φάμε;’ αναρωτήθηκε.
‘Σκάσε και τρώγε, ίσως να είναι το τελευταίο σου γεύμα.’ είπε η Κική. 
Του έκατσε η μπουκιά στο λαρύγγι, ενώ η Γωγώ έφτυσε το νερό που μόλις κατάπιεΟι αεροσυνοδοί επέστρεψαν για να μαζέψουν τα σκουπίδια. Τα φώτα έσβησαν και πάλι. Οι μικρές οθόνες μπροστά από τα καθίσματα έδειχναν την πορεία του αεροπλάνου. Μόλις είχαν περάσει πάνω από τη Θεσσαλονίκη. Λιγότερο από τη μισή διαδρομή έμενε μέχρι την Αθήνα. Ο Μιχάλης, η Κική και η Γωγώ  δε σταμάτησαν να παρακολουθούν τα μυστήρια πρόσωπα των τριών επιβατών.  Όλα έδειχνα να πηγαίνουν καλά μέχρι που οι οθόνες άρχισαν να κάνουν «χιονάκια» και να παραμορφώνεται η εικόνα τους ώσπου άσπρισαν τελείως.
Ο μελαχρινός άντρας σηκώθηκε από τη θέση του και κατευθύνθηκε μπροστά, στις Πρώτες Θέσεις. Ταυτόχρονα η γιαπωνέζα  με χαμηλωμένο το πρόσωπο κινήθηκε βιαστικά πίσω προς την τουαλέτα. Στο τέρμα του διαδρόμου παραπάτησε και κρατήθηκε από το τελευταίο κάθισμα αριστερά. Ο νεαρός με το ξυρισμένο κεφάλι άπλωσε τα χέρια του για να τη βοηθήσει, εκείνη στάθηκε και πάλι στα πόδια της μέχρι που εξαφανίστηκε από το οπτικό πεδίο των παιδιών.
‘Το είδατε αυτό;’ είπε η Γωγώ πανικόβλητη ‘κάτι του έδωσε.’
‘Ο Άραβας πήγε μπροστά στον πιλότο’ συνέχισε ο Μιχάλης.
‘Κάτι πρέπει να κάνουμε.. κινδυνεύουμε’ είπε με τρόμο η Κική ‘Πρέπει να το πούμε σε όλους πριν να είναι αργά.’ πρότεινε όμως ο Μιχάλης την συγκράτησε.
‘Όχι δεν είναι καλή ιδέα. Θα επικρατήσει πανικός και ίσως γίνει χειρότερο κακό.’
‘Η κινέζα δεν έχει βγει ακόμα από την τουαλέτα. Πάω να δω τι κάνει.’ είπε η Γωγώ κι έφυγε.
Ο Μιχάλης με την Κική έμειναν μόνοι ‘Τι κάνουμε;’
Μάζεψαν όσο θάρρος έκρυβαν μέσα τους και χωρίστηκαν. Ο Μιχάλης προχώρησε ευθεία μπροστά και η Κική προς τα πίσω.
‘Μπορώ να καθίσω εδώ;’ ρώτησε τον νεαρό με το ξυρισμένο κεφάλι.
Εκείνος έγνεψε καταφατικά χωρίς να μιλήσει.  Γύρισε αμέσως σελίδα από το βιβλίο που κρατούσε σαν κάτι να έκρυψε . Το βιβλίο είχε τίτλο ‘Παγιδευμένοι’, η Κική ανατρίχιασε.
Η Γωγώ τράβηξε το χερούλι της τουαλέτας όμως η πόρτα δεν άνοιγε. Περίμενε λίγο και έπειτα χτύπησε. Άκουσε μια φωνή από μέσα, δεν κατάλαβε τι της έλεγε. Όταν είδε την αεροσυνοδό να πλησιάζει  άρχισε να ουρλιάζει.
'Είναι μέσα κλεισμένη και θα  ανατινάξει το αεροπλάνοοοοο'
Η Κική ακούγοντας τις φωνές της Γωγώς άρπαξε το βιβλίο από τον νεαρό με μια απότομη κίνηση και έτρεξε στο διάδρομο.
Ο Μιχάλης στεκόταν πίσω από τις κουρτίνες των Πρώτων Θέσεων. Δείλιασε για μια στιγμή όμως δεν οπισθοχώρησε. Μόλις άπλωσε τα χέρια του για να τις τραβήξει, τα φώτα τρεμόσβησαν. Ταυτόχρονα έφτιαξαν οι μικρές οθόνες δείχνοντας την πορεία σχεδόν πάνω από την Αθήνα.
Το αεροπλάνο πήρε μια κατηφορική κλίση δεξιά και επιτάχυνε. Ο Μιχάλης βρέθηκε ξαφνικά έξω από το πιλοτήριο πέφτοντας πάνω στο μελαχρινό άντρα που κρατούσε ένα κατσαβίδι. Η Κική σωριάστηκε στη μέση του διαδρόμου φωνάζοντας «Πέφτουμεεεεεε. Θα πεθάνετε όλοιιιιι», ενώ η Γωγώ με την αεροσυνοδό άνοιξαν την πόρτα της τουαλέτας βρίσκοντας τη γιαπωνέζα  μες τα αίματα.
Πανικός, τσιρίδες και κλάματα επικράτησαν τα επόμενα λεπτά. Μια αεροσυνοδός μίλησε από το μεγάφωνο στα ουγγρικά λέγοντας ότι το αεροπλάνο προσγειώνεται και να παραμείνουν όλοι στη θέση τους με δεμένες τις ζώνες. Φυσικά οι περισσότεροι δεν κατάλαβαν μέχρι που το επανέλαβε στα αγγλικά. Η Κική σταμάτησε να φωνάζει υστερικά και τράβηξε μέσα από το βιβλίο μια φωτογραφία που προεξείχε . Την γύρισε ανάποδα…
 Το αεροπλάνο πάτησε Ελλάδα τσουλώντας τις ρόδες του στο έδαφος . Οι επιβάτες χειροκρότησαν ανακουφισμένοι.
Η  Γωγώ σοκαρισμένη είδε την αεροσυνοδό  να δίνει στην γιαπωνέζα μια σερβιέτα και μερικά υγρά πανάκια καθαρισμού. Η Κική έδωσε πίσω στον νεαρό το βιβλίο και τη φωτογραφία, στην οποία απεικονιζόταν ο ίδιος αγκαλιά με ένα φίλο του ανάμεσα σε ένα πλαίσιο από τα ομορφότερα μνημεία της Βουδαπέστης, ζητώντας του συγνώμη. Είχε κι εκείνη μια παρόμοια φωτογραφία με τη Γωγώ και τον Μιχάλη. Την έβγαλαν σε ένα αυτόματο μηχάνημα στην αυλή του Βασιλικού Κάστρου.
 Ο μελαχρινός άντρας ήταν υπάλληλος της αεροπορικής εταιρίας που βοήθησε  να επισκευαστούν οι μικρές οθόνες .
Τα παιδιά κάθισαν ντροπιασμένα πίσω στις θέσεις τους. Πόσο έξω είχαν πέσει; Οι αεροσυνοδοί τους έδωσαν μερικά ακόμα σάντουιτς και χυμό για να ηρεμήσουν πριν αποβιβαστούν. Ο ηλικιωμένος  από πίσω παλιόπαιδα τους ανέβαζε, κακομαθημένα  τους κατέβαζε.
‘Ευκαρίστουμε που διαλεξάτε την εταιρία μας για το τάξιδι αυτό!’ ήταν τα ηχογραφημένα λόγια που ακούστηκαν από το μεγάφωνο και έκαναν τα τρία παιδιά να γελάσουν όπως στο ξεκίνημα της πτήσης.

Ώρα 02:15.  Βγήκαν τελευταίοι από το αεροπλάνο αποχαιρετώντας τις αεροσυνοδούς με ζαβολιάρικα χαμόγελα. Έξω περίμενε ο πατέρας τους. Στο αμάξι του εξήγησαν τι συνέβη και πόσο σίγουροι ήταν για τη συνωμοσία που προσπάθησαν να ξεσκεπάσουν για να σώσουν το πλήρωμα και τους επιβάτες.  Το αμάξι φρέναρε απότομα σε κόκκινο φανάρι, δίπλα τους βρισκόταν ακίνητο ένα κίτρινο ταξί με τρεις επιβάτες.  Το μελαχρινό άντρα, την γιαπωνέζα και τον νεαρό με το ξυρισμένο κεφάλι. Τα παιδιά κρύφτηκαν αμέσως κάτω από το πίσω παράθυρο.
‘Κι αυτό τυχαίο;’ είπε ο Μιχάλης έξαλλος.
‘Ε, μην είμαστε και παρανοϊκοί τώρα. Αφού τους ξέρουμε τους ταξιτζήδες στην Αθήνα. Ότι προλάβουν να μπάσουν.’ είπε ψύχραιμα η Γωγώ.
‘Τον ταξιτζή τον είδατε;’ είπε με τρεμάμενα χείλη η Κική. Σήκωσαν ελάχιστα εκατοστά τα κεφάλια τους. Ο ηλικιωμένος άντρας που τους έκανε παρατηρήσεις στο αεροπλάνο, καθόταν στη θέση του οδηγού.
‘Μπαμπά, αυτοί είναι.. ακολούθησε τους.’ φώναξαν και οι τρεις μαζί.
‘Δε γίνεται..’ αρνήθηκε με φωνή που φανέρωνε μυστήριο ‘..πρέπει να βρούμε τη μητέρα σας, ξύπνησα για να έρθω στο αεροδρόμιο να σας πάρω και δεν κοιμόταν πλάι μου στο κρεβάτι.’

‘Ωχχχ όχι πάλι..’ τσίριξαν ταυτόχρονα η Κική, η Γωγώ και ο Μιχάλης  ‘..εξωγήινοι;’.


                                                                    ΤΕΛΟΣ