Σελίδες

Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Ποτέ για Πάντα





Γιάννης – Ρένα

Γνωρίστηκαν στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Ο Γιάννης φοιτούσε στο τμήμα Πληροφορικής,  η Ρένα στο τμήμα Φιλολογίας. Από πολύ νέοι ζούσαν μαζί, στο ίδιο σπίτι. Το χαρτί τους έλειπε μόνο, με την υπογραφή του παπά. Εκείνη δεν τελείωσε ποτέ τις σπουδές, αφιερώθηκε στον άντρα. Εκείνος πάλι αφιερώθηκε στους υπολογιστές και στο Internet café του.  Παντρεύτηκαν επίσημα μετά από  χρόνια κρεβατομουρμούρα. Έκαναν  κι ένα παιδί, τον Τάσο.
Χώρισαν στα 35. Ο Γιάννης την απατούσε με πιτσιρίκες που τον περιτριγύριζαν στο μαγαζί. Η Ρένα το είχε καταλάβει. Μύριζε τα νεανικά αρώματα τους πάνω στο αγύμναστο κορμί του. Δεν έκανε ποτέ φασαρία, ούτε σκηνές ζηλοτυπίας. Έβαλε ντετέκτιβ να τον πιάσει στα πράσα. Τελικά την έπιασε αυτός γυρίζοντας νωρίτερα από ταξίδι του στην Καβάλα. Σκυλογαμιώταν στο κρεβάτι τους με τον γείτονα. Το δικαστήριο βγήκε υπέρ του, κέρδισε την κηδεμονία του γιου τους.

Το ‘για Πάντα’ απατήθηκε μέσα σε μια νύχτα.


Δημήτρης – Βασίλης

Γνωρίστηκαν σε bar στο Κολωνάκι, βράδυ Κυριακής. Ο Δημήτρης είχε γενέθλια, ο Βασίλης είχε ανάγκη για ένα ποτό. Λίγο η σαμπάνια, λίγο η σοκολατίνα, λίγο το φιλί.. ο δεύτερος κατέληξε να γίνει το ηδονικότερο  δώρο γενεθλίων. Παντρεύτηκαν στο εξωτερικό, η Ελλάδα αργούσε να νομιμοποιήσει τον γάμο ομοφυλοφίλων κι εκείνοι δεν κρατιόντουσαν. Η γαμήλια τελετή ήταν όνειρο ζωής!  Δεν χωρίστηκαν έκτοτε. Μαζί στο σπίτι, μαζί στις βόλτες, μαζί στα μαγαζιά, μαζί στα ταξίδια.
Στους δρόμους συχνά βάδιζαν αγκαζέ. Αδιαφορούσαν για τα επικριτικά βλέμματα. Για εκείνους δεν υπήρχε κανείς. Λες και ήταν μονάχα οι δυο τους, και μια μεγάλη κόκκινη καρδία να τους ακολουθεί. Καμιά φορά τη θέση της μεγάλης καρδιάς την αντικαθιστούσε ένα τρίτο πρόσωπο. Διαφορετικό κάθε φορά. Για να μη βαριούνται στο σεξ, για να μη μπουν οι σεξουαλικές ορμές εμπόδιο στον έρωτα τους. Άντρες ήταν στο κάτω – κάτω.
Μέχρι που το AIDS έφερε το τέλος. Απροσεξία. Πρώτη πέθανε η μεγάλη καρδιά, μετά ο Βασίλης. Ο Δημήτρης αυτοκτόνησε. Άτιμο πράγμα η μοναξιά.

Το ‘για Πάντα’ πέθανε ακάποτο ένα απόγευμα Τετάρτης.



Ευαγγελία – Στράτος

Παντρεύτηκαν στο δημαρχείο. Ο Στράτος ήταν ήδη παντρεμένος μια φορά. Χήρεψε νέος, μεγάλωσε δυο γιούς και μια κόρη μονάχος. Η Ευαγγελία απογοητευμένη από τον πρώτο της έρωτα  αφιέρωσε τη ζωή της στους μαθητές και στη μητέρα της. Στα 47 της γνώρισε τον Στράτο όταν αποφάσισε να αλλάξει καναπέ στο σαλόνι της, εκείνος ήταν 53.  Επισκέφτηκε το επιπλάδικο του ένα μεσημέρι, της το είχε συστήσει μια συνάδελφος. Τελικά άλλαξε και κρεβάτι.
Τρία χρόνια φίλοι κι εραστές, και μετά σύζυγοι. Αξιοζήλευτο ζευγάρι. Δε μάλωναν ποτέ, δε διαφωνούσαν ποτέ. Έγιναν «Ένα». Ένα μυαλό, ένα χαμόγελο, ένα σφιχταγκάλιασμα! Γέρασαν γρήγορα, δεν τους έφτανε ο χρόνος, ήθελαν κι άλλο κι άλλο.. Λίγο πριν ο Στράτος αφήσει την  τελευταία του πνοή έκλεισαν ραντεβού στον κόσμο των Ψυχών. Ούτε ο Χάρος δεν θα τους χαλούσε τα σχέδια για αιώνια αγάπη.
Η Ευαγγελία απεβίωσε δυο χρόνια αργότερα ένα ηλιόλουστο πρωινό. Η ψυχή της ανυψώθηκε ευτυχισμένη στα ουράνια. Κι εκεί που συναντιούνται οι Ψυχές βρήκε τον αγαπημένο της μαζί με την πρώτη σύζυγό του. Τις αγάπησε και τις δυο το ίδιο. Δε μπόρεσε να διαλέξει. Πρότεινε μια ειρηνική συνύπαρξη, όμως καμιά τους δε δέχθηκε. Οι ψυχές τους σκορπίστηκαν στα τρία άκρα, έσβησαν κάθε ανάμνηση και μπήκαν στη γραμμή για την αναγέννηση τους. 

Το ‘για Πάντα’ χάθηκε στην αιωνιότητα.


Φένια  – Ζωή

Συναντήθηκαν στο Μουσείο της Ακρόπολης. Είχαν δώσει ραντεβού από το διαδίκτυο.  Πρωτότυπο και πολύ ιδιαίτερο μέρος για ραντεβού στα τυφλά. Αντάλλαξαν χειραψία κάπου κοντά στα ελαιόδεντρα.  Δέθηκαν σαν μαγνήτες χωρίς θετικό ή αρνητικό πόλο, μόνο έλξη . Έξι μήνες μετά η  Ζωή κουβαλούσε τα πράγματα της στο σπίτι της Φένιας. Μια κοινή ζωή ξεκινούσε με τις πιο χαρούμενες διαθέσεις.
Δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Αυτά ήταν για τις γυναικούλες και τους gay άντρες. Αντάλλαξαν μόνο δακτυλίδια μια βραδιά με πανσέληνο, στο μπαλκόνι κάτω από τα αστέρια. Δεν ήταν βέρες, αλλά δυο ασημένια δακτυλίδια που τύλιγαν τα κομμάτια μιας μαύρης πέτρα, το ένα ήταν συμπλήρωμα του άλλου. Η  ένωση τους δήλωνε την ισχύ  στο δεσμό αυτό.
Έξι χρόνια μετά βαρέθηκαν την ρουτίνα της καθημερινότητας τους. Βαρέθηκαν να υπάρχουν η μια για την άλλη. Οι μαγνήτες τους απέκτησαν ξανά πόλους. Η Φένια έφυγε για δουλειά στην Ιταλία ενώ η Ζωή νοίκιασε σπίτι στο Κουκάκι. Κάποιο απόγευμα ανέβηκε στον Παρθενώνα, κάθισε στο πεζούλι κάτω από την ελληνική σημαία. Κρέμασε τα χέρια της στο κενό και άφησε το δακτυλίδι να κατρακυλήσει από βράχο σε βράχο μέχρι να εξαφανιστεί κάπου στα στενά της Πλάκας.

Το ‘για Πάντα’ απομαγνητίστηκε σε δωρικό ρυθμό.


Εσύ, Εγώ, Κάποιος/α  - .........

Άγαμος/η. Ορκισμένος/η εργένης; Μπά, έτυχε. Έχεις καιρό να γνωρίσεις κάποιον/α. Κάποιον/α να σου αποδείξει ότι είναι η σχέση  της ζωής σου. Να πεις ότι θα μείνεις μαζί του/της «για Πάντα». Κουράστηκες να ψάχνεις,  κουράστηκες να παίζεις το παιχνίδι του χαμένου Θησαυρού. Άσε που στη ζωή, σε αντίθεση με το παιχνίδι, ο θησαυρός δεν είναι πάντοτε δεδομένος.
Στέκεσαι σε μια βιτρίνα και χαζεύεις μικρά αρκουδάκια και καρδούλες με μηνύματα «Για Πάντα Μαζί», «Σ’ αγαπώ για Πάντα» κ.α.  Κοροϊδεύουν τον κόσμο. Μηνύματα βασισμένα στο ψέμα δοσμένα τόσο γλυκά και παιχνιδιάρικα. Ας τα κάψει κάποιος επιτέλους, όχι εγώ, να γίνουν στάχτη για Πάντα.
 Μεγαλώνεις. Η μάνα σου ακόμα ρωτάει πότε θα παντρευτείς. Εκείνη σκέφτεται το Θείο μυστήριο κι εσύ την συγκατοίκηση. Εκείνος/η δεν υπάρχει καν. Ο χρόνος κυλάει εναντίον σου, πιθανό να μείνεις μόνος/η.. «για Πάντα».

Κατεβαίνεις τις σκάλες του ΜΕΤΡΟ, σταθμός Πανόρμου. Στον συρμό ένα άγνωστο άτομο στριμώχνεται δίπλα σου. Το γυμνό του/της χέρι χαϊδεύει αναπόφευκτα το δικό σου. Κοιτάζεις πλάγια υποψιασμένος/η, σου κλείνει το μάτι. Σταθμός Σύνταγμα, ο συρμός αδειάζει μα εσείς στέκεστε ακόμα στριμωγμένοι.
Θέλεις να μείνεις μαζί του/της «για Τώρα.. για Ακόμα Λίγο.. για Όσο Πάει..». 
Έτσι κι αλλιώς πάντα θα υπάρχει από κάτω κολλημένο ένα χαρτάκι με τυπωμένη ημερομηνία. Απολαύστε το λοιπόν πριν αυτή λήξει!

Θ.Κ.


Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Η πλάνη της Αθωότητας




Τα λουλούδια όταν ανθίζουν δε διαλέγουν το χρώμα τους.
Το ίδιο κι εμείς,
γεννιόμαστε αγνοί, δεν το επιλέγουμε.

Το βλέμμα..
χαμηλωμένο, στραμμένο αλλού.
Τα μαλλιά..
δεμένα, μαζεμένα.
Τα ρούχα..
καθαρά, σκεπάζουν τη γύμνια.
Τα παπούτσια..
φλατ.
Το άρωμα..
άνθος σε αγρό.
Το χρώμα..
Λευκό.


Τα λουλούδια καλλιεργούν το άρωμα τους.
Το ίδιο κι εμείς.
Γύρω μας ρέουν ποτάμια,
το νερό μας θρέφει, μας ωριμάζει, μας παρασύρει.

Μάτια ανήσυχα.
Μαλλιά λυτά, 
όμορφα χτενισμένα.
Τα ρούχα ανάλαφρα, 
διαγράφουν το κορμί που καλύπτουν.
Στα πόδια νεανικά πέδιλα,
χρώμα λιλά.
Και το άρωμα.. Έρωτας!


Οι άνθρωποι εξαπατούν και εξαπατώνται.
Όπως και τα λουλούδια.
Η ομορφιά κρύβει αγκάθια, η οσμή δηλητήριο και το χάδι ξερίζωμα. 

Το κεφάλι υψωμένο, 
τα μαλλιά κυματιστά.
Το βλέμμα διαπερνά και υπόσχεται.
Το σώμα γυμνό, 
ξαπλωμένο.
Γόβες, 
στο χρώμα του αίματος.
Άρωμα.. θανάτου.


Ενηλικιωνόμαστε σε διαφορετικές όψεις.
Όψεις που ποτέ δεν επιλέξαμε, 
που ίσως μετατρέψαμε.
Δεν είμαστε μόνο αυτό που βλέπουν οι άλλοι, 
είμαστε κι ότι αναδύεται μέσα από εμάς.
Μοιάζουμε αθώοι ή λάγνοι, 
μεγάλη πλάνη.

Θ.Κ.