Σελίδες

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

ΘΑΜΜΕΝΗ ΑΛΗΘΕΙΑ


Αίμα κυλούσε αργά πάνω στην αιχμηρή πέτρα βάφοντας την ολόκληρη κόκκινη. Στεκόμουν πλάι στο νεκρό μου σώμα, δε ξέρω τι ήμουν. Ίσως πνεύμα ή φάντασμα. Φώναξα βοήθεια, δε φάνηκε να μ’ ακούει κανείς. Σκέφτηκα να σύρω το κορμί μου μέχρι το σπίτι μήπως ήταν κάποιος εκεί να με επαναφέρει στη ζωή, όμως μου ήταν αδύνατο να το αγγίξω.  Η δύναμη της αφής, ανύπαρκτη. Δεν πατούσα καν στο έδαφος, απλά αιωρούμουν. Έφερα τις παλάμες μου στα καστανόξανθα μαλλιά μου, ήθελα να τα χαϊδέψω. Ένιωσα κάτι σαν μούδιασμα, τίποτα περισσότερο. «Γιατί;» αναρωτήθηκα. Αφού ήμουν καλό παιδί. Σε ένα μήνα θα έκλεινα τα δέκα. Ο πατέρας θα με πήγαινε στην πόλη για πρώτη φορά, μου το είχε υποσχεθεί.

‘Ααααααααααααααααααα’

Μια στριγκλιά με συνέφερε από το δράμα των σκέψεων μου. Ήταν η μητέρα. Φορούσε ακόμα την ποδιά της, έφτιαχνε πίτα με γλυκό κολοκύθι νωρίτερα. Δε με έβλεπε. Γονάτισε κλαίγοντας πάνω από το άψυχο σώμα μου και το πήρε στην αγκαλιά της. Το αίμα έσταζε ακόμα από το ανοιγμένο κρανίο. Πιο πίσω της στεκόταν με κατεβασμένο το πρόσωπο, η μεγάλη μου αδερφή. Απορώ αν είχε πει τι πραγματικά συνέβη, απορώ αν είχε πει λίγο από την αλήθεια.

Η μητέρα δακρυσμένη μετέφερε με γοργά βήματα το κορμί μου από το χωράφι προς το σπίτι, ενώ η αδελφή μου την ακολουθούσε κλαψουρίζοντας. Ίσως να είχε τύψεις. Κινιόμουν παραδίπλα τους, είχα μια μικρή ελπίδα μέσα μου ότι θα ζωντάνευα ξανά, περίμενα ένα θαύμα. Ίσως.. ίσως να μην ήταν πολύ αργά. Το σπίτι απείχε εκατό περίπου μέτρα από το χωράφι. Στη μέση της απόστασης βρήκα αντίσταση. Δε μπορούσα να κινηθώ παραπέρα, υπήρχε ένα αόρατο τοίχος. Έμεινα εκεί, τις παρακολούθησα μέχρι που μπήκαν μέσα στην αυλή.

Οι ώρες περνούσαν. Έκανα κύκλους ανάμεσα στα δέντρα, μερικές φορές έκανα και βουτιές κάτω από το χώμα. Όποτε συναντούσα σκουλήκια αηδίαζα και ανέβαινα πάλι στην επιφάνεια. Ξάφνου πλήθος πλησίαζε προς το χωράφι.. ο πατέρας, ο γιατρός του χωριού, μερικοί γείτονες και η αδερφή μου. Δεν έκλαιγε πια, μόνο επαναλάμβανε την ιστορία της. Ότι με βρήκε να παίζω στο χωράφι και ότι σκαρφάλωσα πάνω στο δέντρο ενώ εκείνη επέμενε να κατέβω. Ότι γλίστρησα και έπεσα με το κεφάλι πάνω στην κοτρόνα. Φυσικά αυτή ήταν μια δική της ψεύτικη ιστορία.

Στην πραγματικότητα εκείνη με ανάγκασε να ανέβω στο δέντρο αποκαλώντας με ‘δειλό’ και ‘κορίτσι’. Τα κατάφερα όμως, ήμουν γενναίος. Ανέβηκα στο δέντρο, μέχρι που περπάτησα και σε έναν χοντρό κλαδί. Εκείνη τότε άρχισε να μου πετάει πέτρες, πονούσα. Στη βιασύνη μου να τις αποφύγω παραπάτησα και έπεσα. Ήταν κακιά. Με μισούσε από τότε που γεννήθηκα, όταν ήμουν μωρό με χαστούκιζε για να κλαίω και μετά έλεγε στη μητέρα ότι κάνω συνέχεια φασαρία και να με πετάξουν στη θάλασσα. Η μητέρα μου όμως με αγαπούσε και φρόντιζε να με ηρεμεί. Σε εκείνη έβαζε τις φωνές και λίγο πιπέρι στο στόμα για να μην λέει ανοησίες. Τώρα πρέπει να χαιρόταν πολύ που σκοτώθηκα. Δεν υπήρχε κανένας μάρτυρας να την κατηγορήσει άλλωστε.

Στάθηκα μόνος πάνω από την αιματοβαμμένη πέτρα μέχρι που σκοτείνιασε. Αν μπορούσε να διακρίνει κανείς την ημιδιάφανη μορφή μου, θα έβλεπε ακριβώς το παρουσιαστικό που είχα τη στιγμή του θανάτου μου. Φορούσα ένα μπεζ κοντό παντελονάκι και τη λευκή φανέλα με τις τιράντες. Δεν υπήρχε ύφασμα όμως αυτή ήταν η εικόνα μου. Το καμπαναριό της εκκλησίας χτύπησε μια φορά, ήταν δώδεκα τα μεσάνυχτα. Εξαφανίστηκα.

…………………………

Η επόμενη στιγμή ήταν ξημέρωμα, το σκοτάδι υποδεχόταν τον βαθυγάλανο ουρανό. Βρισκόμουν μέσα στο νεκρό σώμα. Ξαπλωμένος στο παιδικό μου κρεβάτι με τα χέρια σταυρωμένα. Βγήκα αμέσως από μέσα του, αιωρήθηκα ως το ταβάνι.. Φυσικά δεν είχε άλλαξε κάτι, ήμουν ακόμα νεκρός. Ωστόσο βρισκόμουν και πάλι στο σπίτι, κοντά στην οικογένεια μου. Περιφερόμουν από δωμάτιο σε δωμάτιο σαν τρελός περνώντας μέσα από τους τοίχους.

Μερικές ώρες αργότερα είχαν ήδη τοποθετήσει το κορμί μου σε φέρετρο. Μακάβρια σκηνή. Βαρύ το πένθος. Η μητέρα και η μικρή μου αδερφή σπάραζαν στο κλάμα. Αν μπορούσα να δακρύσω κι εγώ θα είχε πλημυρίσει το σπίτι. Κατά τις δώδεκα το μεσημέρι η μεγάλη μου αδερφή πλησίασε το φέρετρο. Στάθηκα απέναντι της και την παρακολούθησα. Χαμογελούσε κρυφά από όλους, έσκυψε στο νεκρό αφτί και ψιθύρισε ‘Καλά να πάθεις’. Με εξόργισε, ήθελα τόσο να την χτυπήσω όμως δε μπορούσα καν να την ακουμπήσω. Τα χέρια μου περνούσαν μέσα από το κεφάλι της.

Ξάφνου ένιωσα το ξύλο της κάσας να πιέζει το στήθος μου. Το έπιασα με τα ίδια μου τα χέρια. Έβαλα όση δύναμη είχα και το έσπρωξα. Το φέρετρο τούμπαρε εγκλωβίζοντας την κακούργα αδερφή μου κάτω από το νεκρό σώμα. Της έριξα ένα γερό αόρατο χαστούκι. Τα ουρλιαχτά της ακούστηκαν σε ολόκληρο το χωριό. Οι μαυροφόρες ούρλιαξαν κι αυτές. Δεν τόλμησε να ξαναπλησιάσει το φέρετρο.

Η δύναμη αυτή κράτησε για ένα μοναδικό λεπτό. Μια μέρα πριν, την ίδια στιγμή ακριβώς, ξεψυχούσα. Η κηδεία μου έγινε το απόγευμα. Ήταν καλοκαίρι, δε μπορούσαν να με αφήσουν άλλη μια νύχτα για να με κλάψουν. Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν παρευρέθηκα μπροστά στην ταφή. Το αόρατο τοίχος δε μου επέτρεπε να φτάσω στο νεκροταφείο. Τα μεσάνυχτα εξαφανίστηκα και πάλι.

…………………………

Το επόμενο ξημέρωμα βρισκόμουν μέσα στο νεκρό σώμα μου, κλεισμένος στο φέρετρο κάτω από το χώμα. Βγήκα γρήγορα επάνω στο έδαφος. Αντίκρισα τους τάφους ολόγυρα. Τρόμαξα, νευρίασα, με έπιασε το παράπονο. Ένα μικρό παιδί ήμουν, γιατί να πεθάνω; Επειδή πάτησα κάποτε ένα μυρμήγκι; Η ζωή είναι δίκαιη έλεγε ο παππούς, κάνεις καλό θα βρεις καλύτερο και το αντίθετο. Όμως  η αδερφή μου που έφταιγε για ότι συνέβη κοιμόταν ήσυχη στο κρεβάτι της. Η αλήθεια ήταν θαμμένη  μαζί με εμένα ενώ εκείνη παρέμεινε ζωντανή και ατιμώρητη.

    Εννιά μέρες μετά το θάνατο μου ήρθαν οι Μεταβιβαστές για να με πάρουν από τον παράλληλο αυτό κόσμο. Θα μπορούσα να τους ακολουθήσω στον Οίκο των Ψυχών, έτσι τον αποκάλεσαν, όμως μου έδωσαν την επιλογή να παραμείνω στον κόσμο των ζωντανών αν το επιθυμούσα ώστε να εκδικηθώ για το θάνατο μου. Ο παππούς είχε δίκιο τελικά, η κακία θα έβρισκε εμπρός της το χειρότερο. Κανένα δικαστήριο πιο δίκαιο από την ίδια τη φύση. Επέλεξα να μείνω, για πάντα. Ένα πνεύμα που θα στοίχειωνε τον κόσμο της. Ότι κοιτούσε, ότι ακουμπούσε, ότι θα αγαπούσε! 

Θ.Κ.




Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

Πρόσωπα


Soley - Pretty Face


Πρόσωπα.
Περνούν μπροστά μου, τα κοιτώ.
Άσχημα, αγέλαστα, γερασμένα, μίζερα.
Αμέσως τα ξεχνώ.
Προσπαθώ να θυμηθώ το πιο χαρούμενο, να το σκιαγραφήσω στο μυαλό μου.
Να αντιγράψω το χαμόγελο του.
Να κοιταχτώ στον καθρέπτη και να με ακούσω να γελάω.
Μα το μόνο πρόσωπο που θυμάμαι είναι το δικό σου.
Αστείο, σοβαρό, γοητευτικό, ειρωνικό, γελοίο, λυπημένο, έκπληκτο, νυσταγμένο, προβληματισμένο...
Το πιο όμορφο όλου του κόσμου!
Θέλω να αντιγράψω κάτι από εσένα,
κλείνω τα μάτια στον καθρέπτη.
Άφαντο.. και το δικό μου.

Θ.Κ.

Soley - Pretty Face