Σελίδες

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Σκοτεινό δωμάτιο - 1η Νύχτα


‘Έτοιμο το δωμάτιο σου!’ είπε η Σοφία στον γιο της.

Οι δυο τους μόλις είχαν εγκατασταθεί στο νέο τους σπίτι, μια δυόροφη μεζονέτα με κήπο κάπου στο Καμάρι της  Καλύμνου. Ήταν τελευταία βραδιά του Αυγούστου. Είχαν ήδη κλείσει ένα δωδεκάωρο στο νησί. Η Σοφία ήταν δασκάλα, η ίδια είχε αιτηθεί αυτή τη μετάθεση. Φλέρταρε με την ιδέα να ζήσει για πάντα εκεί, σε αντίθεση με τον δεκάχρονο Πέτρο που ακόμα της κράταγε μούτρα.
Του είχε πάρει καιρό να ξεπεράσει το θάνατο του πατέρα, πάνε σχεδόν πέντε χρόνια. Τις τελευταίες μέρες δεν πολυμιλούσε. Σκεφτόταν τους φίλους του που άφησε πίσω στην πόλη και αναρωτιόταν για όσα θα ακολουθούσαν. Πάλι από την αρχή, πάλι να γνωρίσει νέα παιδιά, πάλι νέους φίλους. Όλα αυτά βασάνιζαν το μυαλό του. Υπομονή, ένα δεκαήμερο είχε απομείνει για το άνοιγμα των σχολείων, σκέφτηκε λες και αυτό θα έλυνε τα όποια προβλήματα.

‘Πώς σου φαίνεται;’
Ο Πέτρος κοίταξε το δωμάτιο του ολόγυρα. Του άρεσε, αν και όλα τα έπιπλα ήταν από το παλιό σπίτι. Μόνο η διακόσμηση είχε αλλάξει και οι καινούριες πράσινες κουρτίνες.
‘Λοιπόν; Σ’ αρέσει;’
‘Καλό είναι. Δε διαφέρει και πολύ από το προηγούμενο.’ είπε αδιάφορα. 
Η μητέρα του τον πλησίασε, τον έπιασε από τους ώμους και γονάτισε πίσω του. Κοίταξαν μαζί ξανά  το δωμάτιο.
‘Αύριο θα πάμε να πάρουμε μια μεγάλη αφίσα, να γεμίσουμε τον άδειο τοίχο πάνω από το κρεβάτι σου. Τι λες;’
    ‘Ναι αμέ!’ απάντησε ενθουσιασμένος.
‘Ωραία. Ετοιμάσου τώρα για ύπνο, για να είσαι ξεκούραστος το πρωί’
Ο Πέτρος φόρεσε ένα κοντό παντελονάκι, τράβηξε το σεντόνι μέχρι το στήθος και ξάπλωσε στο ημίδιπλο κρεβάτι του.
‘Δεν σε πειράζει που θα κοιμηθείς μόνος σου απόψε, ε;’
‘Καληνύχτα μαμά.’ απάντησε ελαφρά ενοχλημένος.
‘Καληνύχτα μικρέ.’
‘Το φωτάκι.’ φώναξε.
Ο Πέτρος δεν μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς ελάχιστο έστω φως στο δωμάτιο. Η Σοφία άφησε την πόρτα ανοιχτή και   του  είπε να περιμένει. Πήγε στο σαλόνι που ήταν γεμάτο κουτιά, έψαξε για το μικρό φωτιστικό. Δεν άργησε να το βρει, πλάι του υπήρχε ένα αντικείμενο τυλιγμένο σε μαντήλι.
Το ξεδίπλωσε και φανερώθηκε από μέσα ένα μικρό μεταλλικό αγαλματάκι, ήταν ομοίωμα ενός διάβολο-μωρού.  Είχε μεγάλο κεφάλι, ορθάνοιχτα αθώα μάτια και ανέκφραστα χείλη. Το σώμα ήταν μικρού παιδιού σε εμβρυακή στάση με μια τοξωτή ουρά να κρύβεται κάτω από τα σκέλια. Γύρο από το λαιμό του ήταν περασμένος ένας ασημένιος σταυρός.
‘Μααα…’ φώναξε από το δωμάτιο ο μικρός.
Η Σοφία επέστρεψε αμέσως στο υπνοδωμάτιο, έβαλε το λαμπάκι στην πρίζα απέναντι από το κρεβάτι του αγοριού. Ύστερα κάθισε πλάι του στο κρεβάτι.
‘Σου έχω μία έκπληξη.’ είπε και του φανέρωσε χωρίς καθυστέρηση το αγαλματάκι.
‘Ωωω…τέλειο!’ έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα ‘Της γιαγιάς δεν είναι;’
‘Ναι, το θυμάσαι; Όταν ήσουν μωρό έκλαιγες για να στο δώσουμε. Χάζευες μπροστά του για ώρα, αλλά που να σ’ αφήσει η κυρά Όλγα να το πιάσεις. Ο Θεός  να την συγχωρέσει.’
‘Και τώρα που πέθανε της το πήρες;’
‘Όλοι πήραμε από κάτι. Μητέρα μας ήταν, να την θυμόμαστε… Λοιπόν τέρμα οι κουβέντες.’
Πήρε το αγαλματάκι και το τοποθέτησε στο ράφι με τις πλαστικές φιγούρες υπερηρώων. Ξετύλιξε την αλυσίδα με τον σταυρό για να την φόρεσε στον λαιμό του γιου της.
‘Φόρα τον συνέχεια για να σε φιλάει, θέλω να προσέχεις ότι κι αν κάνεις.’ είπε  χαϊδεύντας του το μέτωπο.
‘Θα προσέχω.’ της φίλησε το χέρι.
‘Θα δεις. Θα περάσουμε καλά εδώ πέρα.’ του χαμογέλασε πριν βγει από το δωμάτιο..
Ο Πέτρος έμεινε μόνος στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Άγγιξε τον σταυρό που μόλις του φόρεσε η μητέρα του. Τον περιεργάστηκε. Στο κάτω μέρος του είχε κάτι που ξεχώριζε, μια μικροσκοπική βίδα. Την στριφογύρισε αργά και κάποια στιγμή του έμεινε στα δάκτυλα. Ήταν όμως τόσο μικρή που γλίστρησε και έπεσε στο πάτωμα.
Από το θόρυβο που έκανε καθώς μεταπηδούσε στο παρκέ ήξερε περίπου που να την ψάξει, με τα δυο του χέρια ψαχούλευε το ξύλινο πάτωμα σκυμμένος από το κρεβάτι. Δεν την έβρισκε όμως. Και καθώς συνέχισε να ψάχνει του φάνηκε πως είδε την κουρτίνα της μπαλκονόπορτας να κουνιέται.
Σταμάτησε, έμεινε ακίνητος να την κοιτάζει. Ήταν σίγουρος, η κουρτίνα κουνιόταν σαν να την φύσαγε ο αέρας. Σηκώθηκε χωρίς να ανάψει το φως και πήγε να ελέγξει τη τζαμαρία. Τράβηξε την κουρτίνα, ακούμπησε το τζάμι. Ήταν κλειστό και αμπαρωμένο.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή άκουσε πίσω του βήματα σαν κάποιος να βάδιζε βιαστικά. Έτρεξε αμέσως στο κρεβάτι του, τράβηξε το σεντόνι και σκεπάστηκε ολόκληρος. Ένιωθε ασφάλεια κάτω από αυτό, πάντοτε πίστευε ότι το σεντόνι τον προστάτευε. Πως τίποτα δε θα του έκανε κακό, αν και μόνο αν, βρισκόταν κάτω από τα σκεπάσματα.
Επικράτησε ησυχία το επόμενο λεπτό. Ξαφνικά οι μινιατούρες από το ράφι άρχισαν να πέφτουν μια – μια στο πάτωμα.
‘Πέτροοο’ ακούστηκε μακρόσυρτα και σιγανά από μια άγνωστη φωνή.
‘Πέτρο.’ είπε δεύτερη φορά η ίδια φωνή, κοφτά και σχεδόν δίπλα στο αφτί του.
Το καημένο το αγόρι κόντευε να κατουρηθεί επάνω του από τον φόβο. Είχε τυλίξει όλο το σεντόνι γύρω από το κορμί του, ούτε ο αέρας δεν περνούσε πια μέσα.
Κι ενώ ευχόταν όλα αυτά να τελειώσουν σαν να ‘ταν εφιάλτης που θα τον ξυπνούσε, κάποιος του τράβηξε το σεντόνι και τον ξεσκέπασε. Ο Πέτρος άρχισε να ουρλιάζει υστερικά. Η μητέρα του πανικοβλήθηκε κι έτρεξε αμέσως, μπήκε στο δωμάτιο, άναψε τα φώτα και βρήκε τον γιο της λιπόθυμο στο κρεβάτι. Το δωμάτιο ήτανε ανάστατο. Ότι υπήρχε πάνω στο ράφι βρισκότανε κάτω στο πάτωμα. Όλα, εκτός από το μικρό αγαλματάκι.

............................



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου