Σελίδες

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Ο από μηχανής θεός


Πράξη 1: Η Συνάντηση

Είχαν ήδη αργήσει πέντε λεπτά. Ο νεαρός Θάνος στεκόταν και τους περίμενε έξω από το κτίριο του θεάτρου. Ήταν μια όμορφη βραδιά του Απρίλη, όμως παρόλη την άνοδο της θερμοκρασίας ένιωθε ένα ρίγος κάθε φορά που το ελαφρύ αεράκι διαπερνούσε τη ζακέτα του. Είχε διαβάσει από τρεις φορές, τουλάχιστον, τη φωτεινή επιγραφή με τον τίτλο και τα ονόματα των ηθοποιών.
«Η Ευγενία σε Αδιέξοδο» αναβόσβηνε με μεγάλα γράμματα εμπρός του. Υπέθεσε, όχι και τόσο ευχάριστα, ότι θα παρακολουθούσαν άλλη μια παράσταση με θέμα τα ψυχολογικά αδιέξοδα μιας γυναίκας. Από όσο είχε ενημερωθεί, πρόκειται για σύγχρονη διασκευή κάποιας αρχαίας τραγωδίας, αλλά δε θυμόταν ποιας. Και ενώ βασάνιζε το μυαλό του να θυμηθεί, αντίκρισε τον φίλο του το Μιχάλη να πλησιάζει συνοδευόμενος από μια κοπέλα.
«Στην ώρα σου όπως πάντα» ειρωνεύτηκε ο Θάνος.
Ο Μιχάλης έκανε πως δεν τον άκουσε και προχώρησε στις συστάσεις «Από δω η Ειρήνη. Ειρήνη, ο φίλος μου ο Θάνος». Αντάλλαξαν χειραψία. «Άντε πάμε μέσα. Η παράσταση αρχίζει όπου να ‘ναι»  τους παρότρυνε «Τα εισιτήρια τα έχω εγώ»
«Ναι, ναι. Τώρα σε έπιασε το άγχος.» παραπονέθηκε ο Θάνος «Τόση ώρα που περίμενα στο κρύο, δεν..»
«Ε, όχι και κρύο.» τον διέκοψε η Ειρήνη χαρωπά και εισήλθε πρώτη στο φουαγιέ.
Ο Θάνος την παρατήρησε όπως περπατούσε εμπρός τους. Είχε καστανόξανθα ίσια μαλλιά μέχρι τους ώμους, φορούσε μια κοντή ροζ φούστα που κολάκευε τα μακριά πόδια της, χαμηλά παπούτσια και ένα λευκό ζακετάκι. Το άβαφτο πρόσωπο της και το υπέροχο λευκό της δέρμα τον γοήτευσαν. Σκούντηξε με τον ώμο του τον Μιχάλη και με ένα σούφρωμα των χειλιών του του έδειξε πως την ενέκρινε.
 Εκείνη κοντοστάθηκε, γύρισε τους κοίταξε και χαμογέλασε πλατιά.
«Πάνω;» ρώτησε, με το δάχτυλο της έδειχνε τις σκάλες. Ο Μιχάλης της έγνεψε καταφατικά και ενημέρωσε τον Θάνο ότι είχε κλείσει θέσεις στο θεωρείο, 1η σειρά.
«Με θέα από ψηλά λοιπόν» είπε ο Θάνος και ανέβηκαν.
Το θέατρο δεν ήταν μεγάλο. Οχτώ σειρές κάτω και πέντε επάνω. Τα καθίσματα ήταν αναπαυτικά και πρόσφατα ανακαινισμένα. Ο Μιχάλης κάθισε στη μέση για να είναι κοντά και στους δυο. Σε μια αίθουσα που όλο και γέμιζε, οι τρεις τους σε μια στιγμή αμήχανης σιωπής, αφέθηκαν στη φασαρία του πλήθους.

«Διασκευή ποιας αρχαία τραγωδίας είναι το θεατρικό;» έσπασε τον πάγο Θάνος.
«Καλά ρε. Εδώ και τρεις μήνες μας πρήζει ο Άρης. Πάλι το ξέχασες;» τον επίπληξε ο φίλος του.
«Αφού με ξέρεις, δεν τα πάω καλά με τα αρχαία. Είδες το όνομα του Άρη; Κάτω – κάτω στην μαρκίζα. Κανά δίλεπτο θα παίξει ο ατάλαντος.» γέλασε δυνατά χλευάζοντας τον φίλο τους που συμμετείχε στην παράσταση.
«Ο ρόλος του, ένα μυστήριο» είπε ο Μιχάλης στην Ειρήνη «Χρυσό τον κάναμε για να μας πει. Τίποτα αυτός.»
«Και να ‘μαστε. Ήρθαμε!» είπε εύθυμα ο Θάνος «Τελικά θα μου πεις;» ξαναρώτησε τον Μιχάλη.
«Ιφιγένεια εν Ταύροις» του απάντησε η Ειρήνη.
Τα φώτα έσβησαν.



Πράξη 2: Η Παράσταση

Οι φωνές και τα γέλια σταμάτησαν στο σκοτάδι. Μια απαλή μουσική με ξαφνικές εντάσεις που προκαλούσαν αγωνία ξεκίνησε να παίζει. Η σκηνή φωτιζόταν ελάχιστα σε διάφορα σημεία ώστε να προκαλεί μυστήριο στο μάτι του θεατή. Ελάχιστα αντικείμενα μπορούσε να διακρίνει κανείς από το όλο σκηνικό.
Δυο φιγούρες ξεπρόβαλαν από αριστερά. Κινήθηκαν στο χώρο αργά. Δεν μιλούσαν.
Ο Θάνος πλησίασε στο αφτί του Μιχάλη και τον ρώτησε αν τους ξεχωρίζει. «Νομίζω» του είπε «αυτός δεξιά είναι ο Άρης». Ο Μιχάλης ανασήκωσε τους ώμους του «Δε μπορώ να καταλάβω. Είναι πολύ σκοτεινά» του απάντησε και συνέχισαν να παρακολουθούν.
Για μερικά λεπτά στην παράσταση κυριαρχούσαν οι ήχοι από μετακινούμενα έπιπλα και συρτάρια που ανοιγόκλειναν από τους ηθοποιούς. Έπειτα πάλι ησυχία. Οι φιγούρες πλησίασαν η μια την άλλη.
«Βρήκες τίποτα» ρώτησε μια αντρική φωνή.
«Ναι» απάντησε ο δεύτερος. «Το χρηματοκιβώτιο είναι πίσω από τον μεγάλο πίνακα. Έχεις το κλειδί;»
«Όχι» είπε ο άλλος «Έψαξα όλα τα συρτάρια. Δεν το βρήκα πουθενά. Ίσως το ‘χει κρύψει αλλού ο καριόλης.»
«Ξαναψάξε»
Η μουσική δυνάμωσε ξαφνικά, δημιουργώντας ταχυπαλμία στους θεατές και τα φώτα στη σκηνή άναψαν αποκαλύπτοντας το σκηνικό ενός σαλονιού, τους δυο άντρες(προφανώς κλέφτες) και έναν ακόμα άντρα να στέκεται στην άκρη δεξιά. Τα έπιπλα ήταν παλιά και φθαρμένα. Μια πολυθρόνα, ένα σκαμπό, ανάμεσα τους ένα χαμηλό τραπεζάκι, πίσω από αυτά ένα σύνθετο με πολλά συρτάρια, στολισμένες κορνίζες, μια εσοχή με ποτήρια και δίπλα η κάβα γεμάτη μπουκάλια. Αριστερά από το μεγάλο σύνθετο υπήρχε μια πόρτα και δεξιά κρεμασμένος στον τοίχο ένας μεγάλος πίνακας.
Πλάι στον πίνακα αυτόν στεκόταν ο ψηλός και εύσωμος άντρας φορώντας την ρόμπα του. «Τι κάνετε εκεί αλήτες;» φώναξε. Οι δυο κλέφτες αιφνιδιασμένοι έτρεξαν προς την πόρτα. Ένας πυροβολισμός τους σταμάτησε. Ο ένας από τους δυο έπεσε στο πάτωμα. Το κοινό αναφώνησε. Ο άντρας δεξιά κρατούσε ένα όπλο που έβγαζε καπνό. Ο δεύτερος άντρας πάγωσε πλάι στον πυροβολημένο συνεργάτη του.
Μια κραυγή ακούστηκε από τη σκηνή και μια νέα γυναίκα, η Ευγενία, έκανε την είσοδο της αναστατωμένη. «Θωμά τι συμβαίνει;» σχεδόν ούρλιαξε. «Μείνε πίσω εσύ» της φώναξε και την τράβηξε από το χέρι «Κι εσύ απομακρύνσου από την πόρτα» είπε σημαδεύοντας τον όρθιο άντρα. Εκείνος με σκυμμένο το κεφάλι πλησίασε στην πολυθρόνα. Ο γεροδεμένος άντρας πήγε προς το μέρος του. Ακούμπησε το όπλο κάτω από το σαγόνι του και το έσπρωξε προς τα πάνω για να δει το πρόσωπό του.
Έκπληκτος  αναφώνησε «Εσύ δεν είσαι ο…» έχασε τα λόγια του.
«Ανέστη, αδελφέ μου» ούρλιαξε η Ευγενία. «Τι έκανες;».
Ο ψηλός άντρας τον χτύπησε στο σβέρκο με το όπλο και τον έριξε κάτω λιπόθυμο. Τα φώτα έσβησαν και πάλι, οι ηθοποιοί έφυγαν γρήγορα από τη σκηνή και το σκηνικό έκανε μια στροφή 180 μοιρών.
Ο Μιχάλης γύρισε προς τον Θάνο, κοιτάχτηκαν και ταυτόχρονα αναρωτήθηκαν «Που είναι ο Άρης;»
«Στην κονσόλα θα τον έχουν να ρυθμίζει τον ήχο».
«Μπα, μάλλον στα φώτα, άναμμα - σβήσιμο. Θα μπερδευτεί στην κονσόλα.»
Ξεσπάσαν σε γέλια. ‘Σσσσσουτ’ έκανε μια κυρία από πίσω. Η Ειρήνη ντράπηκε, δεν συνήθιζε να χαζολογάει στα θέατρα ούτε να δέχεται παρατηρήσεις. Ούτε καν μπορούσε να συμμετέχει στους αστεϊσμούς των αγοριών. Δεν γνώριζε τον φίλο τους. Σκούντηξε τον Μιχάλη με τον αγκώνα της και του έκανε νόημα με το δάχτυλο κολλημένο στα χείλη της να σωπάσει. Εκείνος υπάκουσε. Αισθάνθηκε μοιρασμένος ανάμεσα στον φίλο του και την κοπέλα που συνόδευε. Άπλωσε το χέρι του και την αγκάλιασε.  Έπρεπε να κρατήσει τις ισορροπίες.
Η παράσταση συνεχίστηκε. Το δράμα εξελίχθηκε μισό στο σαλόνι με το μαρτύριο της Ευγενίας από τον σκληρό και αρρωστημένο σύζυγο της, τον οποίο είχε αναγκαστεί να παντρευτεί από δέκα έξι χρονών. Την είχε εσώκλειστη μέσα στο σπίτι όλα αυτά τα χρόνια. Μακριά από την οικογένεια της και τον κοινωνικό της περίγυρο. Την είχε καταντήσει δούλα του σπιτιού και τον διεστραμμένων σεξουαλικών ορέξεων του. Έπρεπε να ξεφορτωθούν τον νεκρό κλέφτη και να τον βοηθήσει να κάνει το ίδιο με το ρεμάλι τον αδερφό της. Όλα αυτά βέβαια μέσω της βίας και των απειλών, δεν συνήθιζε να της συζητάει χάρες.
Από την άλλη είχε τον αδερφό της, στο υπόλοιπο μισό σκηνικό, που ήταν ένα σχεδόν άδειο υπνοδωμάτιο με ρημαγμένους τοίχους. Αυτός με τη σειρά του προσπαθούσε να την πείσει να τον σώσει και να αποδράσει μαζί του. Μεγάλο το δίλημμα και τα ρίσκα της. Από τη μια ο βάρβαρος σύζυγος της από τον οποίο ήθελε να φύγει και να γλυτώσει τα βασανιστήρια που την υπέβαλλε, και από την άλλη ο αδερφός της ο κλέφτης που ναι μεν τον αγαπούσε όμως τόσα χρόνια δεν πήγε ποτέ να τη βρει, να τη βοηθήσει. Και τι θα έκανε έξω στον πολιτισμό που έχει ξεχάσει πως είναι να κινείται ανάμεσα στους ανθρώπους;
Τελικά αποφάσισε να σώσει τον αδελφό της και την ίδια από τον τρελό σύζυγό της που τους είχε κλειδωμένους μέσα στο σπίτι. Το σχέδιο όμως δεν πήγε καλά. Ο Θωμάς τους πρόλαβε λίγο πριν σπάσουν την κλειδαριά με το όπλο, το οποίο βεβαία είχε αφήσει άσφαιρο όταν κατάλαβε τι ετοίμαζαν. Και όταν πια στάθηκε εμπόδιο στην έξοδο τους κρατώντας έναν μπαλτά για να τους πετσοκόψει, ήρθε η βοήθεια από ψηλά. Μια νέα παρουσία κατέβηκε πάνω από τους πρωταγωνιστές φορώντας μόνο ένα λευκό πανί και έχοντας βαμμένο άσπρο το πρόσωπο του.
«Να τος» φώναξε ο Μιχάλης.
«Ο από Μηχανής θεός» είπε η Ειρήνη.
«Ο Άρης» συμπλήρωσε ο Θάνος και σηκώθηκε χειροκροτώντας  θερμά τον φίλο του. Κάποιοι θεατές επηρεάστηκαν από τον ενθουσιασμό του και  έκαναν κι εκείνοι το ίδιο. Η παράσταση ωστόσο δεν είχε τελειώσει. Αφού ηρέμησε το ένθερμο κοινό, ο Άρης  έπαιξε τον ρόλο του, ο οποίος ήταν το φάντασμα του δολοφονημένου κλέφτη. Εμπόδισε τον αρρωστημένο σύζυγο να επαναλάβει ακόμα ένα φόνο, που θα ήταν διπλός αυτή τη φορά, και άνοιξε την κλειδωμένη πόρτα στα αδέλφια για να φύγουν.
«Τέλος καλό, όλα καλά!» είπε ο Μιχάλης.
Η αυλαία έπεσε. Τα φώτα άναψαν και οι ηθοποιοί υποκλίθηκαν στο κοινό. Ο Θάνος από το θεωρείο καθώς χειροκροτούσε, φώναξε «Αρηηηη… είσαι Θεός».


Πράξη 3: Το Αδιέξοδο

Ο Μιχάλης, η Ειρήνη και ο Θάνος περπάτησαν μέχρι την στάση του λεωφορείου τριακόσια περίπου μέτρα μακριά από το θέατρο. Γύρω τους όλοι συζητούσαν για την παράσταση, το ίδιοι κι εκείνοι.
«Θεαματική είσοδο έκανε το φιλαράκι μας.» παίνεψε ο Μιχάλης τον Άρη.
«Ναι. Τον είδες… σαν τον Ρουβά στο Appolon Palace, τότε που κατέβαινε με τα φτερά.» είπε ο Θάνος γελώντας «Όσο για την παράσταση, μια παρωδία»
«Εμένα μ’ άρεσε!» διαφώνησε η Ειρήνη «Είχε ενδιαφέρον, ένταση, ωραίους διαλόγους»
«Στον μονόλογο της Ευγενίας νύσταξα» συνέχισε ο Θάνος «Επίσης θα έπρεπε να  αλλάξουν το τέλος. Ο από μηχανής θεός και αηδίες. Αυτά ήταν για τις τραγωδίες των αρχαίων. Θα μπορούσε ο σεναριογράφος  να  δώσει μεγαλύτερη δύναμη στους ήρωες. Να τους κάνει πιο έξυπνους, πιο πανούργους. Τότε θα είχαμε μια πραγματική ανατροπή και μια πιο ενδιαφέρουσα διασκευή του δράματος. Την Ευγενία να σκοτώνει τον άντρα της, να σώζει τον αδερφός της και να φεύγει μόνη με τα εκατομμύρια του συγχωρεμένου!»
«Ε, δεν γίνετε αυτό που λες» τον διέκοψε ο Μιχάλης. «Είναι αντιδεοντολογικό να διασκευάζεις ένα αρχαίο δράμα και να του αλλάζεις τα βασικά του μέρη. Άλλωστε οι άνθρωποι πάντα θέλουμε να έχουμε την αίσθηση ότι κάποιος  μας βοηθάει. Είτε είναι από ψηλά, είτε από τους γύρω μας ή ακόμα κι ένας άσχετος που βρέθηκε στο δρόμο μας. Το έχουμε ανάγκη. Δεν γίνεται να αναιρέσεις ολόκληρη την τροπή ενός έργου.»
«Ο καθένας πρέπει να βρίσκει τη δύναμη ή τον τρόπο να αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις μόνος του, χωρίς να περιμένει βοήθεια. Εννοώ είναι λάθος σκεπτικό το να υπομένεις παθητικά και να περιμένεις από τρίτους να σε σώσουν. Πέρα από το θέατρο, μιλάω για την ίδια τη ζωή.» έφερε αντίλογο ο Θάνος. «Τότε που μου επιτέθηκαν να με ληστέψουν στο στενό, θυμάσαι; Τους έδωσα ότι είχα πάνω μου, λεφτά, κινητό, το ρολόι… όλα. Όμως δεν μ’ άφησαν να φύγω. Με χτύπησαν αλύπητα, ο ένας κρατούσε μαχαίρι. Πρώτη φορά φοβήθηκα τόσο. Έφαγα αρκετές, αλλά το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως θα γλυτώσω. Όταν ακούστηκε από μακριά η σειρήνα του περιπολικού και ταράχτηκαν για μια στιγμή. Τότε ήταν η ευκαιρία μου. Κλώτσησα τον ένα στα σκέλια, έσπρωξα τον άλλο και έτρεξα να σωθώ. Κανένας δεν ήρθε να με βοηθήσει.»
«Εμένα όμως τότε με το τρακάρισμα, που είχα στριμωχθεί μέσα στο αυτοκίνητο και αιμορραγούσα, αν δεν είχε περάσει τυχαία εκείνη τη νύχτα ένας περαστικός να με δει ίσως να ήμουν νεκρός τώρα.» είπε ο Μιχάλης «Ήταν ο δικός μου από μηχανής θεός». Απευθύνθηκε στην Ειρήνη «Εσύ τι λες; Ποια η άποψη σου;»
Εκείνη δίστασε στην αρχή να απαντήσει, όμως βρήκε  τη δική της χρυσή τομή. «Θα συμφωνήσω και με τους δυο. Ναι μεν είναι προτιμότερο να μπορείς να ξεπερνάς μόνος σου τις δυσκολίες. Αλλά ο καθένας μπορεί να βρεθεί σε αδιέξοδο και να μην υπάρχει τρόπος να βοηθήσει τον ίδιο του τον εαυτό. Ένας τρίτος θα ήταν πραγματικά σωτήριος για να δώσει τη λύση. Άσε που αυτός ο τρίτος τα κάνει όλα πιο εύκολα, γιατί να ζοριζόμαστε;» κατέληξε να λέει γελώντας για να ελαφρύνει το κλίμα μεταξύ των αγοριών. «Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω βρεθεί ποτέ σε μια τόσο τραγική κατάσταση.»
Η ώρα πέρασε με την κουβέντα και δεν κατάλαβαν πόσο γρήγορα είχαν φτάσει στη στάση του λεωφορείου, το οποίο φαινόταν από μακριά να πλησιάζει.
«Λοιπόν, αγόρια καλή η παρέα σας, αλλά πρέπει να σας αφήσω» είπε η Ειρήνη και αγκάλιασε τον Μιχάλη. Εκείνος τη φίλησε στο στόμα πεταχτά και της πρότεινε να κοιμηθεί σπίτι του, όμως του αρνήθηκε. Το λεωφορείο φρέναρε πίσω τους, άνοιξαν οι πόρτες του. «Να προσέχετε» φώναξε καθώς έμπαινε μέσα. Κόλλησε το πρόσωπό της στο παράθυρο ενώ το μακρύ όχημα απομακρυνόταν.
Σ’ όλη τη διαδρομή σκεφτόταν την κουβέντα που προηγήθηκε. Απορροφήθηκε με τα λεγόμενα και την επιμονή του Θάνου. Κόντεψε να χάσει τη στάση της. Ευτυχώς κάποιος άλλος είχε πατήσει το κουμπί για να βγει στην ίδια στάση και ο θόρυβος την πόρτας την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι έφτασε στον προορισμό της. Το σπίτι της απείχε τέσσερα τετράγωνα. Έστριψε δεξιά για να κατέβει τη μεγάλη κατηφόρα. Η ώρα ήταν περασμένες δώδεκα. Η γειτονιά της πάντα ήσυχη. Στο τέρμα της κατηφόρας έστριψε αριστερά και συνέχισε την πορεία της πάνω στο πεζοδρόμιο. Στην απέναντι μεριά δεν υπήρχαν σπίτια, μόνο χέρσες εκτάσεις και λίγα δέντρα.
Έπρεπε να περάσει από τρεις μεζονέτες, μια ερειπωμένη μονοκατοικία και μετά ξεκινούσαν οι τριώροφες πολυκατοικίες όπου σε ένα από τα διαμερίσματα έμενε εκείνη με την αδερφή της. Η σιωπή της νύχτας άρχισε να την ενοχλεί. Αναζήτησε κάποιο φως αναμμένο στα πρώτα σπίτια έστω και από τηλεόραση. Όμως τίποτα, όλα σκοτεινά. Αισθανόταν εντελώς μόνη και οι σκιές την τρόμαζαν.
Όταν έφτασε έξω από την ερειπωμένη μονοκατοικία με τον χορταριασμένο κήπο και τα σπασμένα παράθυρα στάθηκε για λίγο. Ένα πετραδάκι είχε μπει το παπούτσι της και την ενοχλούσε στο περπάτημα. Έσκυψε. Η σκουριασμένη αυλόπορτα του σπιτιού ήταν ανοιχτή. Έβγαλε το πετραδάκι αναποδογυρίζοντας  το παπούτσι της, έπειτα το ξαναφόρεσε και ίσιωσε το κορμί της. Μπροστά της στεκόταν τώρα ένας άγνωστος άντρας. Ήταν αξύριστος και μύριζε αλκοόλ. Η Ειρήνη αισθάνθηκε την καρδιά της να φεύγει από τη θέση της. Έκανε ένα βήμα πίσω.
«Συγνώμη σε τρόμαξα» της είπε με σταθερή φωνή ο άγνωστος «Ψάχνω ένα σπίτι. Ποια οδός είναι εδώ;»
«Ποια οδό ψάχνετε;» ρώτησε η Ειρήνη αγέλαστη.
«Άσε» της είπε απαξιωτικά «το βρήκα το σπίτι» και την άρπαξε από το λαιμό. Της έκλεισε το στόμα και την έσπρωξε μέσα στην αυλή του ερειπωμένου σπιτιού. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Την χτύπησε στα πλευρά και  την έσυρε στο βάθος της αυλής. Φώναξε «Βοήθεια» δυο φορές, αλλά της ξανακλείσε το στόμα με την χοντρή του παλάμη. Ξάπλωσε από πάνω πλακώνοντας  το κορμί της με το βάρος του. Τα πόδια της είχανε ματώσει από το σύρσιμο, ένιωθε ένα με το χώμα και το χορτάρι.
Με το ένα του χέρι της κρατούσε κλεισμένο το στόμα και με το άλλο πίεζε έναν σουγιά στο στήθος της. «Αν ξαναφωνάξεις θα σου καρφώσω πρώτα αυτόν και μετά το εργαλείο μου» είπε αγριεμένα. Έχωσε ένα μαντήλι βαθειά μέσα στο στόμα της. «Ηρέμισε και θα δεις πόσο καλά θα περάσουμε οι δυο μας.» Έκρυψε τον σουγιά στην κωλότσεπη του παντελονιού του. Της έγλυφε το λαιμό και την χούφτωνε με το ένα χέρι ενώ με το άλλο κρατούσε σφιχτά τα δικά της για να μην τον βαράει.
Η Ειρήνη έκλαιγε, τα δάκρυα της κυλούσαν στο έδαφος. Ήταν ανήμπορη, αδυνατούσε να τον χτυπήσει και να απαλλαγεί από τον όγκο του. Ήταν τόσο πιο δυνατός από αυτήν. Ήλπιζε ότι κάποιος θα την είχε ακούσει πρωτύτερα που φώναξε βοήθεια και από στιγμή σε στιγμή θα τον μάζευε η αστυνομία. Εκείνος άρχιζε να της σκίζει τα ρούχα. Τότε άκουσε έναν ήχο έξω από την αυλή. Μήπως ήταν ιδέα της, αναρωτήθηκε; Και όμως τον ξανάκουσε, ήταν βήματα γρήγορα βήματα που σταμάτησαν έξω από την αυλόπορτα. Νόμιζε ότι ήρθε κάποιος να τη σώσει όμως το γάβγισμα του σκύλου της έκοψε κάθε χαρά. Ο άντρας ανασηκώθηκε λίγο, του πέταξε μια πέτρα και ο σκύλος έφυγε.
«Τι έγινε; Χάρηκες; Νόμιζες ότι ήρθε ο σωτήρας σου;» την χαστούκισε τρεις φορές. «Κανείς δεν θα ‘ρθει». Ένιωθε  το καυλί του ανάμεσα στα μπούτια της. Κατέβασε το παντελόνι του αφού της έσκισε το εσώρουχο. Μπήκε απότομα στο μουνί της. Πόνεσε τόσο πολύ που νόμιζε ότι θα πέθαινε. Ένα αμάξι πέρασε τότε απ’ έξω. Σταμάτησε λίγο πιο κάτω χωρίς να σβήσει τη μηχανή. Οι ελπίδες της ξαναζωντάνεψαν. Ήθελε να ανοίξει το στόμα και να τσιρίξει για να την ακούσουν, πράγμα ακατόρθωτο. Τίποτα δεν έγινε. Το αμάξι έφυγε, ο βιαστής της συνέχισε να ξεφτιλίζει το κορμί της.
Μια πέτρα την ενοχλούσε στο κεφάλι. Αν δεν άλλαζε θέση αμέσως θα της το άνοιγε στα δυο. Και τότε πήρε την απόφαση. Κάτι έπρεπε να κάνει. Είχε δίκιο ο Θάνος, ήταν μόνη της, έπρεπε να αρπάξει τη στιγμή και να ξεφύγει. Το μόνο που της έμενε ήταν να τον παραπλανήσει. Σταμάτησε να κλαίει, άνοιξε τα πόδια της και τον δέχτηκε κι άλλο μέσα της. Κάποιες φίλες της έλεγαν «Αν δεν μπορείς να το αποφύγεις, απόλαυσε το». Η Ειρήνη όμως δεν ήταν παρθένα, μπορούσε να ξεχωρίσει την απόλαυση από την κτηνωδία. Ο βιαστής παρασύρθηκε από τι δική της χαλάρωση και αφέθηκε στο δικό της ρυθμό. Γέλασε. Γέλασε σαδιστικά καθώς της απελευθέρωνε τα χέρια για να ζουλίξει το γυμνό της στήθος.
«Έτσι θέλετε όλες. Αφού σας αρέσει, τσούλες»
Ήταν τα τελευταία του λόγια, πριν του ‘ρθει η πέτρα με δύναμη στο μέτωπο. Ζαλίστηκε. Δεν σταμάτησε να τον χτυπάει, αίματα πετάγονταν παντού. Τον έδιωξε από πάνω της. Τον έβλεπε να σπαρταράει και δεν σταμάτησε. Ακόμα κι όταν δεν ανέπνεε πια, εκείνη συνέχισε να τον βαράει.
Βγήκε ξανά στο πεζοδρόμιο, με σκισμένα και γεμάτα αίμα ρούχα, παραπατώντας. Πονούσε ολόκληρη, αλλά τουλάχιστον ήταν ζωντανή. Κατευθύνθηκε γοργά προς το σπίτι. Αισθανότανε τόσο βρώμικη όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή της.

«Τελικά, δεν υπάρχει κανείς» ψέλλισε και άφησε την πέτρα να κυλήσει από την παλάμη της.


Θ.Κ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου