Σελίδες

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Μέρα Μηδέν

Ξυπνάω.
Νέα μέρα, νέα ζωή;
Κοιτάζω την ώρα.
Όχι.. είναι ακόμα απόγευμα.
Μισή μέρα, μισή ζωή.
Ας κοιμόμουν λίγο παραπάνω,
μαζί με εσένα ήμουν στο όνειρο.
Χτυπάει κουδούνι, δεν ανοίγω.
Μου στέλνεις μήνυμα, είσαι απ' έξω.
Τσιμπιέμαι, πονάω, τρέχω στην πόρτα.
Ανοίγω και το όνειρο γίνεται πραγματικότητα.
Λίγα τα λόγια, πολλές οι αγκαλιές.
Κοιτάζω ξανά το ρολόι, κρύφτηκαν οι δείκτες.
Ώρα μηδέν.
Φιλιόμαστε..
Καμία μέρα, μόνο ζωή!

Θ.Κ.

Ώρα Μηδέν - Γιώργος Σαμπάνης



Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Δυο ψυχές σε ένα τασάκι


Τον παράτησε. Πήρε τα πράγματα της κι έφυγε. Αρκετά ανέχτηκε τόσα χρόνια, σάμπως δεν ήξερε για τα τσιλημπουρδήματα του; Εδώ και καιρό μύριζε την πρόστυχη κολόνια της στο μαξιλάρι του. Έφτυνε κάθε φορά που σιδέρωνε τις μαξιλαροθήκες.  Έτσι ξεσπούσε. Καυτό σίδερο, σκληρή σιδερώστρα και φτύσιμο αντί για σπρέι. Τα υπόλοιπα του νοικοκυριού τα είχε αναλάβει άλλωστε αυτός, ο προκομμένος.
Εκείνη δούλευε δωδεκάωρα για να ταΐζει πατέρα και παιδιά. Άλλαξαν οι εποχές, άλλαξαν και οι ρόλοι. Ο άντρας στο σπίτι, η γυναίκα στο μεροκάματο. Κρίση σου λέει.. δικαιολογίες. Τεμπέλης ήταν πάντοτε. Σε μια δουλειά δεν είχε στεριώσει. Από παραίτηση σε απόλυση και όλο στη γύρα για εργασία. Μέχρι που στέρεψαν τα πάντα. Αναδουλειά, αφραγκία, αναξιοπρέπεια. Τουλάχιστον μαγείρευε καλά.
Εκείνη τη μέρα γύρισε νωρίτερα, οι ημικρανίες δεν την άφηναν να συγκεντρωθεί. Ευτυχώς είχε προϊστάμενο με κατανόηση. Κρέμασε τη λούστρινη τσάντα της στο χολ κι έβγαλε τις μαύρες μπότες. Το μωβ φουλάρι την έπνιγε, δε μπορούσε να το ξεμπλέξει. Κάθισε στην πολυθρόνα. Πήρε μια ανάσα­,  δεύτερη δεν πρόλαβε. Το γεμάτο τασάκι την εξόργισε.
Έτρεξε έξαλλη μέχρι το μπάνιο. Χώθηκε χωρίς καν να γδυθεί κάτω από τη ντουζιέρα και άφησε το κρύο νερό να της παγώσει την ψυχή. Ίσως δάκρυσε, δε θυμάται. Η φθηνή μάσκαρα μαύρισε το μουσκεμένο της πουκάμισο. Δώρο της το είχε πάρει πριν χρόνια. Το έσκισε, το έκανε κομμάτια.
Ξάπλωσε γυμνή. Μετά από τριάντα λεπτά νεκρικής σιγής σηκώθηκε από το στρωμένο  κρεβάτι, άνοιξε την ντουλάπα και διάλεξε τα απαραίτητα. Τα στρίμωξε σε μια βαλίτσα. Πριν φύγει έκανε μια βόλτα στο δωμάτιο των παιδιών. Είχαν ενηλικιωθεί πια, μα για τη μάνα ήταν ακόμη παιδιά.  Θα τα κατάφερναν, σκέφτηκε.
Στο σαλόνι ζορίστηκε λίγο, όμως μετά από επίμονη προσπάθεια και χωρίς κρέμα απελευθέρωσε τη δεξιά της παλάμη από το επίχρυσο βαρίδι ενός αλλοτινού έρωτα. Ξεφύσησε με ανακούφιση.
Έριξε μια τελευταία ματιά στο λεκιασμένο τασάκι.
«Βρώμα» ξεστόμισε και πέταξε μέσα τη βέρα της, πλάι στη δική του.
Έπειτα φόρεσε το ζεστό της παλτό, κοντοστάθηκε στην εξώπορτα για μια στιγμή κι άνοιξε την καινούρια ομπρέλα πριν  βγει στη βροχή. 


Θ.Κ.

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

Ο αποχωρισμός



Ίδιος κι αυτός με τους άλλους.
Έρχονται, σε γοητεύουν, σου υπόσχονται και στο τέλος σε παρατάνε.
Ας αφήσω όμως τους προηγούμενους. Θα μιλήσω γι’ αυτόν, τον τελευταίο.
Ξεκίνησε με αγάπες κι έρωτες, συνέχισε με μικρές και μεγάλες απογοητεύσεις. Οι χαρές και τα γέλια δεν έλειψαν από την καθημερινότητα μας. Παράπονο δεν είχα. 
Το σεξ ήταν ζωώδες, εκρηκτικό. Μου χάρισε κι ένα παιδί, τον Leo
Τώρα πια το δέσιμο πέρασε στην αιωνιότητα.
Δε στεναχωριέμαι  που μας παράτησε. 
Θα τον θυμάμαι για πάντα.
Όλους τους θυμάμαι, όλοι κάτι αφήνουν πίσω τους.
Καμία φορά αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν δεν υπήρχαν;
Δε θα υπήρχα ούτε εγώ, γιατί δίχως αυτούς θα τελείωνε η ζωή μας.
Κάθε χρόνος είναι  διαφορετικός  κι ο νέος φαντάζει ωραίος..
Καλό νέο χρόνο λοιπόν! Ευτυχισμένο το 2013!
Αντίο αγαπημένο 2012..

Θ.Κ